
Το Κορίτσι της Ερμού (Κεφάλαιο 1έως 3)
Δημιουργός : Μιχάλης Ζεχερλής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Δεκέμβρης του 2015
Χιόνιζε τρεις ημέρες συνέχεια , η κακοκαιρία και η συνεχής χιονόπτωση είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην πόλη, τα λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν γιατί κανείς δεν προέβλεψε να έχουν αντιολισθητικές αλυσίδες ,τα ταξί σπάνια ,το κρύο βαρύ σε σούβλιζε ως το κόκαλο και τα αεροπλάνα δεν πετούσαν λόγο χαμηλής νέφωσης, μια πόλη αποκλεισμένη, κατάλευκη σαν νύφη, με φόντο τον Θερμαϊκό, φουρτουνιασμένο άγριο και μοχθηρό.
Πρώτη φορά η Θεσσαλονίκη βίωνε τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, τόσες πολλές μέρες , η πόλη θύμιζε βόρειο πόλο .Οι περισσότερες υδραυλικές εγκαταστάσεις των σπιτιών και των καταστημάτων όπως και τα συστήματα θέρμανσης με φυσικό αέριο είχαν πάθει σοβαρότατες ζημιές.
Οι λιγοστοί διαβάτες κουκουλωμένοι με κασκόλ ,κουκούλες, χοντρά μπουφάν προσπαθούσαν να διασχίσουν τον δρόμο ή να περπατήσουν στα πεζοδρόμια, πράγμα δύσκολο γιατί γλιστρούσαν πάνω στο χιόνι που είχε παγώσει με κίνδυνο να πέσουν και να χτυπήσουν.
Τους παρατηρούσα από το παράθυρο μου και πραγματικά οργιζόμουν για την αμέλεια του δήμου να προστατέψει μια φορά τους δημότες του τις δύσκολες αυτές ώρες της πρωτόγνωρης κακοκαιρίας που ζούσε φέτος η πόλη.
Γύρισα την πλάτη μου στο παράθυρο του γραφείου μου που έβλεπε στον δρόμο της Ερμού, εκνευρισμένος από το θέαμα συνέχισα να γράφω μια διασάφηση που είχα ξεκινήσει πριν λίγο για την εισαγωγή υφασμάτων και παιγνιδιών από την Κίνα ,της Άτλας ΕΠΕ, έπρεπε να την τελειώσω και να πάω στο λιμάνι να ολοκληρώσω την εισαγωγή για να μπορέσει να παραλάβει τα εμπορεύματα η εταιρεία , χρόνια πελάτης μου η Άτλας ΕΠΕ , ευτυχώς το λιμάνι και η πύλη τρία ήταν πολύ κοντά στην Ερμού χίλια πεντακόσια μέτρα όλο κι όλο, το χιόνι θα με δυσκόλευε λίγο ,δυστυχώς δεν ήμουν πια και παιδάκι είχα πατήσει τα πενήντα τον φετινό Νοέμβριο.
Σηκώθηκα από το γραφείο μου και προχώρησα προς το Χολ, δεξιά από το Χολ δίπλα ακριβώς στο δικό μου γραφείο ήταν της Ισμήνης, η Ισμήνη ήταν το καμάρι μου αυτή κρατούσε τα οικονομικά , πορευόμαστε στην ζωή μαζί τριάντα χρόνια τώρα, ήταν κοκκινομάλλα ,όμορφη γυναίκα με μαύρα μάτια και μικρά κόκκινα σαν κεράσια χείλη, όχι ιδιαίτερα ψιλή αλλά αδύνατη με όμορφο σώμα γεμάτο καμπύλες που διατηρούσε αν και είχε πατήσει πια τα σαράντα πέντε.
«Ισμήνη θα πάω στο Λιμάνι δεν θα αργήσω» της είπα και σηκώθηκα βαριεστημένα από το γραφείο μου και κίνησα προς τον χώρο του γραφείου της Ισμήνης.
«Εντάξει Κωνσταντίνε θα σε περιμένω να φύγουμε μαζί γιατί αν πάρω το αυτοκίνητο που θα βρεις Ταξί μέσα στον χιονιά» μου απάντησε χαμογελώντας , δείχνοντας έμπρακτα για άλλη μια φορά όπως έκανε πάντα το ενδιαφέρον της για μένα .
Την έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, βγήκα στον διάδρομο του ορόφου της οικοδομής που στεγαζόταν τα γραφεία μας, πήρα το ασανσέρ γιατί τα γραφείο μας ήταν στον έβδομο όροφο και δεν είχα χρόνο να κατεβώ με τα πόδια όπως έκανα πάντα σαν μια μικρή άσκηση λόγο της καθιστικής δουλειάς που έκανα και κατέβηκα στο ισόγειο.
Όταν άνοιξα την εξώπορτα της οικοδομής για να βγω στον δρόμο, έμπαινε στην οικοδομή μια κυρία σχεδόν έπεσα πάνω της, μου έκανε εντύπωση ότι περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι ,φορούσε ένα μαύρο βαρύ παλτό από τσόχα, μια κίτρινη μαντίλα από μετάξι στο κεφάλι που μετά βίας διέκρινες τα ξανθά μαλλιά της που προεξείχαν στις άκρες από το δέσιμο της μαντίλας, στο ύψος του μετώπου και των αυτιών.
Ήταν ψιλή γύρω στο 1,80 ,αδύνατη ,τα χοντρά ρούχα που φορούσε, δεν έκρυβαν διόλου το όμορφο κορμί της.
Το παρουσιαστικό της μου φάνηκε πολύ γνωστό και περιέργως μου προκάλεσε μια περίεργη αναταραχή αλά δεν μπόρεσα να καταλάβω στα λίγα δευτερόλεπτα ποια μπορούσε να ήταν.
Την χαιρέτισα με ένα νεύμα του κεφαλιού μου και προσπάθησα να της ζητήσω συγγνώμη για την παραλίγο σύγκρουση αλλά δεν μου έδωσε καμία σημασία και κινήθηκε πολύ γρήγορα προς το ασανσέρ της οικοδομής .
«Όμορφη γυναίκα » μονολόγησα και ξεκίνησα για το λιμάνι
Μέχρι να φτάσω δεινοπάθησα ,τσουλήθρα έκανα στο πεζοδρόμιο της Δωδεκανήσου.
Αφού διεκπεραίωσα όλες τις εκκρεμότητες στο τελωνείο για την εισαγωγή των εμπορευμάτων και ξεκίνησαν να φορτώνονται στα τριαξονικά φορτηγά που περίμεναν ,πήρα τον δρόμο της επιστροφής για το γραφείο , θα έπαιρνα την Ισμήνη και θα πηγαίναμε στο σπίτι θα τρώγαμε μια ζέστη κοτόσουπα που είχε μαγειρέψει από το πρωί και θα χαζεύαμε στην τηλεόραση καμία ταινία στο NETFLIX και αύριο πρωί- πρωί θα οδεύαμε προς στο χωριό μου όπου είχαμε ένα μικρό εξοχικό , θα ανάβαμε το τζάκι και θα περνούσαμε ήσυχα το σαββατοκύριακο που ερχόταν ,παρασκευή ήταν βλέπεις σήμερα ,παρέα με το χιόνι και την φωτιά από το τζάκι.
Η άγνωστη γυναίκα ανέβηκε τα τρία σκαλιά της εισόδου της οικοδομής, κάλεσε το ασανσέρ και ανέβηκε στον έβδομο Όροφο.
Βγαίνοντας έστριψε δεξιά στον διάδρομο και άρχισε να ψάχνει τις εισόδους των γραφείων και τις επιγραφές στις εξώπορτες , το βάδισμα της νευρικό σταμάτησε μπροστά σε αυτήν που ήταν ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ και δεν το είχε προσέξει μέσα στην αγωνιώδη προσπάθεια της να βρει αυτό που έψαχνε.
« Εκτελωνιστικές υπηρεσίες Γεωργίου Κωνσταντίνου» έγραφε η επιγραφή στην εξώπορτα, χτύπησε διστακτικά το κουδούνι και περίμενε .
«Περάστε τι θα θέλατε;» ακούστηκε πρόσχαρη φωνή της Ισμήνης , η άγνωστη κυρία έσπρωξε απαλά την πόρτα πέρασε στο Χολ των γραφείων μας λέγοντας διστακτικά «τον κύριο Γεωργίου ψάχνω» η Ισμήνη την κοίταξε ερευνώντας βαθιά τα μάτια της άγνωστης γυναίκας , γαλανά σαν τις θάλασσας ήταν ,σε μαγνήτιζαν ,σε ρουφούσαν μέσα τους αφού την περιεργάστηκε κάποια δευτερόλεπτα ακόμα της απάντησε με το ίδιο πρόσχαρο ύφος «Ο κύριος Γεωργίου πήγε μέχρι το λιμάνι αλλά θα γυρίσει σύντομα ,εσείς ποια είστε;»
«Ιφιγένεια Θεοδωρίδου» είπε και χαμήλωσε το κεφάλι κοιτώντας με τα μάτια χαμηλά προς το πάτωμα του γραφείου, έμοιαζε εκείνη την στιγμή σαν κυνηγημένο σπουργίτι ,φοβισμένη και ταραγμένη προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την καταιγίδα που θα ξεσπούσε.
Η Ισμήνη μόλις άκουσε το όνομα ταράχτηκε έσφιξε με λύσσα τα χείλη της και σήκωσε ψηλά το δεξί της χέρι και με το μεγάλο της δάχτυλο δείχνοντας την εξώπορτα και σχεδόν φωνάζοντας της είπε «Περάστε έξω κυρία μου έχετε πολύ θράσος για να έρθετε εδώ στα γραφεία μας και να ζητάτε των Κωνσταντίνο ,δεν σας φτάνει τόσο κακό που κάνατε » η Ιφιγένεια χαμήλωσε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι ,τα μάτια της βούρκωσαν και ξέσπασε σε λυγμούς ,τρέμοντας σύγκορμη απάντησε στην Ισμήνη με φωνή που μόλις έβγαινε από τα χείλη της «Σας παρακαλώ σταματήστε κυρία Γεωργίου έχουν περάσει είκοσι χρόνια , σας καταλαβαίνω πότε δεν θα έπαιρνα το θάρρος να σας ενοχλήσω ντρεπόμουν τόσο πολύ να σας αντικρύσω για όσα έγιναν τότε ,όμως είναι ζήτημα ζωής και θανάτου πρέπει να δω τον Κωνσταντίνο σας παρακαλώ, σας ικετεύω»
Οι λέξεις έβγαιναν μέσα από λυγμούς ,η Ιφιγένεια είχε πιάσει το πρόσωπο της με τα δυο της χέρια και συνέχισε να κλαίει ,η Ισμήνη ατάραχη την κοίταζε είχε ένα θριαμβευτικό ύφος και όψη σκληρή σαν πέτρα ,μετά από χρόνια ένοιωθε ότι επιτέλους έπαιρνε την εκδίκηση της για όσα πέρασε εξαιτίας αυτής της γυναίκας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η Συνάντηση μετά από χρόνια
Κάνοντας τσουλήθρα όπως και όταν πήγαινα προς το τελωνείο , πέρασα την Πολυτεχνείου και έστριψα στην Ερμού σε όλη την διαδρομή παρατηρούσα τα παγωμένα δέντρα ,ντυμένα στα λευκά έμοιαζαν σαν πολεμιστές με δόρυ και λευκές στολές , αγκομαχώντας από το κρύο που μου έκοβε την αναπνοή έφθασα στην είσοδο της οικοδομής και άρχισαν ανεβαίνω τα σκαλιά τρέχοντας σχεδόν κάνοντας όνειρα για το σαββατοκύριακο , φθάνοντας στον έβδομο όροφο ξαφνικά χωρίς κάποιον μέχρι στιγμής ιδιαίτερο λόγο ένοιωσα σαν να δέθηκε κόμπος το στομάχι μου έτσι ξαφνικά σαν να πλάκωσε ένα βάρος την καρδιά μου .
Άνοιξα την πόρτα της εισόδου και πέρασα στο χολ που χώριζε τις δυο αίθουσες που ήταν τα γραφεία μας φωνάζοντας με χαρούμενο ύφος όπως έκανα πάντα «Ισμήνη γύρισα» δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου και αντίκρισα τις δυο γυναίκες απέναντι την μια στην άλλη, όρθιες, η μυστηριώδης γυναίκα που συνάντησα όταν έφευγα , έκλαιγε με λυγμούς ,η Ισμήνη την κοιτούσε με ανέκφραστο το πρόσωπο της ακίνητη σαν άγαλμα .Ακούγοντας την φωνή μου σήκωσε με μια κίνηση το χαμηλωμένο κεφάλι της η άγνωστη γυναίκα και γύρισε προς το μέρος μου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε , έβλεπα δυο ακίνητα σαν αγάλματα γυναίκες η μια να την κοιτά με ένα θριαμβευτικό ύφος στο πρόσωπο και η άλλη με σκυμμένο το κεφάλι να κλαίει με λυγμούς και να δείχνει συντετριμμένη.
Κάποια στιγμή η άγνωστη γυναίκα με φωνή τρεμάμενη που μόλις ακουγόταν γύρισε προς το μέρος μου και μου μίλησε «Κωνσταντίνε» σχεδόν ψιθύρισε το όνομα μου
με το άκουσμα του ήχου της φωνής της το μυαλό μου ,η ψύχη μούδιασαν ,η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν τρελή από την αγωνία ,δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς ήθελε η Ιφιγένεια εδώ μετά από τόσα χρόνια που είχαμε να μιλήσουμε, κάτι πολύ σοβαρό θα συνέβαινε για να με επισκεφτεί μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια.
« Ιφιγένεια τι γυρεύεις εδώ τι συμβαίνει ;» ρώτησα προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου που είχα χάσει από το αναπάντεχο γεγονός της επίσκεψης της και την έκπληξη που μου προκάλεσε ,νόμιζα πως θα λιποθυμήσω από την ένταση που κυριαρχούσε στον χώρο «είσαι καλά; γιατί κλαις τι έγινε ;» πριν πάρω κάποια απάντηση από την Ιφιγένεια η Ισμήνη οργισμένη κινήθηκε προς την εξώπορτα ,την άνοιξε, γύρισε και φώναξε «είσαι πολύ ηλίθιος τελικά ακόμα και μετά από είκοσι χρονιά αυτή η γυναίκα μπορεί να σε εκμεταλλεύεται και να σε πείθει για την δυστυχία της» και συμπλήρωσε «Δες τι θέλει η κυρία, εμείς τα λέμε στο σπίτι, γύρισε με ταξί εγώ παίρνω το αυτοκίνητο» και ολοκληρώνοντας την φράση της κινήθηκε προς την έξοδο και έφυγε χτυπώντας την πόρτα δυνατά πίσω της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Χειμώνας του 1997
Την Ιφιγένεια την γνώρισα πριν δεκαοκτώ χρόνια στα τέλη του Νοέμβρη του 1997
Διδάσκαμε μαζί σε ένα Κ.Ε.Κ ήταν η νεαρότερη καθηγήτρια του μόλις εικοσιοκτώ ετών . Ψηλή με καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα των ωκεανών, καστανόξανθα μαλλιά, πρόσωπο ωοειδές με μεγάλα σαρκώδη χείλη , φωνή απαλή σαν χάδι, πνευματώδης ,έξυπνη , άριστη συζητητής, ευγενική και καλόκαρδη .
Το αντικείμενο που δίδασκε ήταν διεθνές εμπόριο και συναλλαγές.
Την πρώτη φορά που την συνάντησα ήταν στο γραφείο των καθηγητών, φορούσε ένα μαύρο εφαρμοστό μπλουζάκι και ένα μαύρο μπλουτζίν που τόνιζε τις τέλειες καμπύλες της.
Συνομιλούσε με ένα συνάδελφο τον Ανδρέα έναν συμπαθητικό πενηντάρη τον πιο παλιό καθηγητή της σχολής που δίδασκε μηχανογραφημένη λογιστική ,έλαμπε ολόκληρη ,χαμογελούσε και κινούσε τα χέρια της σαν χορεύτρια μπαλέτου, την παρατηρούσα μαγεμένος ,ακίνητος κάποια στιγμή συναντηθήκαν οι ματιές μας ,κίνησε ελαφρά το κεφάλι της σαν να με χαιρετούσε ,τότε πήρα το θάρρος την πλησίασα και τις συστήθηκα
«Κωνσταντίνος Γεωργίου καλώς ήρθατε, καλή δύναμη, ποιο αντικείμενο θα διδάσκετε εδώ» την ρώτησα και τις άπλωσα ευγενικά το χέρι και συμπλήρωσα « Η αφεντιά μου προσπαθεί να διδάξει το μάθημα για τους τελωνειακούς δασμούς και τους φόρους εισαγωγών αλλά δεν βλέπω να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα οι σπουδαστές μας»
«Ιφιγένεια Θεοδωρίδου καλώς σας βρήκα εγώ θα διδάσκω διεθνές εμπόριο και συναλλαγές» μου απάντησε χαμογελώντας ελαφρά και μου έσφιξε το χέρι με λεπτότητα τα μάτια της έλαμπαν στο φως του ήλιου, σπινθηροβολούσαν , σε καθήλωναν μέχρι που σου κοβόταν η αναπνοή από την ένταση που σου προκαλούσαν .
Η στιγμή μου φάνηκε αιώνας , σαν να ξύπνησαν ξαφνικά ορδές συναισθημάτων που ήταν καταχωνιασμένες βαθιά μέσα μου στοιβαγμένες.
Η μάνα μου όταν ήμουν πιο μικρός και την ρωτούσα για το πώς θα ξεχωρίσω την γυναίκα που θα με συγκλονίσει ολόκληρο μου απαντούσε « θα το καταλάβεις έως τότε να προσέχεις» και συνέχιζε « Γιατί όταν νοιώσεις μια έκρηξη στο μυαλό και την καρδιά σου για μια γυναίκα ,από εκείνη την στιγμή και μετά δεν θα υπάρχει επιστροφή, είναι βάσανο που θα σε τυραννά μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου, όποτε σίγουρα θα το καταλάβεις μην ανησυχείς» Σοφή γυναίκα η μάνα μου , σοφά και τα λόγια της που σαν χρησμός ένοιωθα να επιβεβαιώνονταν εκείνη την στιγμή.
Την επομένη ημέρα την συνάντησα τυχαία στις σκάλες της εισόδου της σχολής ,φορούσε ένα ριγωτό γαλάζιο ταγιέρ ,θαλασσί γόβες με ψήλο τακούνι που την έκαναν να φαντάζει ακόμα ψηλότερη σαν ολύμπια θεά ,την πλησίασα και αφού την χαιρέτισα , τις χαμογέλασα και μετά από πολύ προσπάθεια γιατί είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα μου της ζήτησα ευγενικά ,ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από την αγωνία μήπως και αρνηθεί ,να βρεθούμε ένα βράδυ και να γευματίσουμε μαζί, με κοίταξε βαθιά στα μάτια σαν να με ζύγιζε «γράψε εδώ στην παλάμη μου τον αριθμό από τηλέφωνο σου»
Έπιασα το δεξί της χέρι το σήκωσα στο ύψος της καρδίας μου, άνοιξα την παλάμη της και άρχισα να γράφω τον αριθμό μου ,μου χαμογέλασε αμυδρά, έριξε με μια κίνηση γεμάτη γοητεία τα μαλλιά της προς τα πίσω και μου απάντησε «κάποια στιγμή όταν ταχτοποιηθώ στο νέο μου σπίτι θα σας δώσω την χαρά να φάμε ένα βράδυ συντροφιά»
Πέρασαν τρεις μήνες από εκείνη την μέρα, βλεπόμασταν συχνά στην σχολή ,στο γραφείο των καθηγητών , μου χαμογελούσε όταν με χαιρετούσε, αλλά όταν συζητούσαμε για τα διάφορα προβλήματα με τους σπουδαστές μας ήταν σοβαρή και κρύα σαν πάγος, το ύφος της αυστηρό και απόμακρο, δεν είχε κάνει καμία νύξη για την συνάντηση που της είχα ζητήσει ,αφού κάποια στιγμή οι συνάδελφοι μας θεώρησαν ότι για κάποιο άγνωστο λόγο με αντιπαθούσε.
Με έτρωγε τα σωθικά αυτή η άνομη επιθυμία, στα τριάντα δύο μου χρόνια δεν είχα νοιώσει πότε τόση έξαψη μπροστά σε μία γυναίκα ,αν και την ήξερα ελάχιστα με γοήτευε αφάνταστα, πολλές φόρες με τριβόλιζαν σκέψεις για το πως θα εξελιχτούν τα πράγματα ,σίγουρα θα γνώριζε ότι ήμουν παντρεμένος και με απέφευγε με τον τρόπο της.
Είχα μπλεχτεί στα δίχτυα της , με σαγήνευε αυτό το κάτι σαν χαμόγελο και τα σαρκώδη μεγάλα κόκκινα χείλη της σαν γεράνια , δεν προσπαθούσα δε καν να ξεφύγω από τον ιστό που τύλιγε αργά και βασανιστικά γύρω μου , ένοιωθα κάθε φόρα που συναντιόταν τα βλέμματα μας ένα ανεξήγητο τρέμουλο , έκαιγα και κοκκίνιζα σαν να είχα σαράντα πυρετό και πάντα μια σουβλιά με τρυπούσε το στομάχι .
Οι μέρες περνούσαν και εγώ περίμενα στωικά πότε και αν με καλέσει για να βγούμε για φαγητό .
Με βασάνιζαν οι ένοχες μου απέναντι στην Ισμήνη αλλά το πάθος μου ήταν ανεξέλεγκτο όπως και η καρδιά μου που λειτουργούσε έξω από τα όρια της λογικής , δεν με απασχολούσε πια καμία άλλη σκέψη, η Ιφιγένεια ήταν μόνιμα καρφωμένη στο μυαλό μου, όταν περπατούσα ,δίδασκα έτρωγα έπεφτα να κοιμηθώ ήταν παντού και με λοιδορούσε με αυτό το αδιόρατο χαμόγελο της σαν να κορόιδευε ελαφρώς το παθός μου για εκείνη.
Μετά από μέρες απόλυτης σιωπής στα μέσα του Μάρτη του 1998 το πρωινό μιας παρασκευής με πλησίασε και μου έδωσε ένα σημείωμα στον διάδρομο της σχολής με προσοχή μην και δει κανείς την κίνηση της , αφού πρώτα με κοίταξε ερευνητικά με εκείνα τα γαλάζια μάτια που έμοιαζαν εκείνη την μέρα σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, μου χαμογέλασε και το χαμόγελο της ήταν σαν μέλι που στάζει από το βάζο και μοσχομυρίζει φρεσκάδα , μου έπιασε το χέρι συνωμοτικά και μου άφησε ένα σημείωμα που έγραφε « Ραντεβού έξω από το εστιατόριο «Βερνάρδος στις εννέα η ώρα σήμερα το βράδυ , στα Λαδάδικα , οι επιθυμίες είναι θάλασσα φουρτουνιασμένη που ψάχνει βράχους για να ξεθυμάνει και να καταλαγιάσει»
⚈ Πρόσφατες δημοσιεύσεις
⚈ Σχετικά
«Τα τελευταία φιλιά μάτια μου ,να τα δίνεις όπως τα πρώτα ,να 'χουν να σε θυμούνται.»
"Ο έρωτας μπορεί να είναι το ωραιότερο όνειρο αλλά και ο χειρότερος εφιάλτης."
Ο θάλαμος του νοσοκομείου ήταν ένα στενός χώρος με ένα κρεβάτι ακριβώς απέναντι μου και με το ασθενή που φιλοξενούσε να έχει γυρισμένη την πλάτη του προς το σημείο όπου βρισκόμουν , στο δεξί μου χέρι στο βάθος μπροστά από ένα παραβάν άλλο ένα κρεβάτι φιλοξενούσε τον Κωνσταντίνο , ήταν ξύπνιος με την πλάτη ανασηκωμένη από δύο μαξιλάρια και δίπλα...





