Μπήκε στο γραφείο φουριόζος
ήταν γύρω στα πενήντα με πυκνά μαύρα φρύδια καστανόξανθα μαλλιά με πινελιές
λευκού στους κροτάφους, οβάλ πρόσωπο, λίγο κυρτούς ώμους και ύψος γύρω στο 1,80
μου άπλωσε το χέρι «Kαλησπέρα, ήρθα να σας δω και να μιλήσουμε» μου είπε, η
φωνή του ήταν απαλή και γοήτευε τα αυτιά μου, βολεύτηκε στον καναπέ και με
ρώτησε αν μπορούσε να ανάψει ένα τσιγάρο του απάντησα θετικά, με αργές κινήσεις
έβγαλε τον καπνό του από την μέσα τσέπη από το σακάκι που φορούσε, ένα Giorgio
Armani σε απόχρωση του γκρί που ταίριαζε άριστα στις αναλογίες του και άρχισε
να στρίβει το τσιγάρο του.
Του σερβίρισα το τσάι που παρήγγειλε, στην πρόταση μου αν
ήθελε κάτι να τον κεράσω «Σκέτο με λεμόνι και χωρίς γάλα» μου απάντησε χαμογελώντας.
Τον παρατηρούσα προσεκτικά, τα μάτια του με κοιτούσαν έντονα, το χρώμα τους
γαλανό του ουρανού, απίστευτη ενεργητικότητα, συνεχώς κουνιόταν στην καρέκλα
του μπρος πίσω που άρχισα πραγματικά να ζαλίζομαι.
Άναψε το τσιγάρο του τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά «Θέλω να σου εξομολογηθώ τις
ιστορίες μου αν θέλεις μπορείς να τις δημοσιεύσεις δημοσιογράφος δεν είσαι;» Τον κοίταξα με περιέργεια το κατάλαβε και σηκώθηκε να φύγει «Περίμενε ας
συστηθούμε πρώτα» του είπα «Ξέρω πως σας λένε κύριε Μίλαν, Μάξ Μίλαν, εγώ
λέγομαι Οθέλλος, Οθέλος Ηστ» μου απάντησε μονοκόμματα.
«Γιατί διαλέξατε έμενα τον ρώτησα» «Σας διάλεξα στην τύχη από τις πολλές
αγγελίες που διάβαζα κατά καιρούς, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το χέρι μου
να πέσει στο πρώτο όνομα δημοσιογράφου μια τυχαίας εφημερίδας που υπέγραφε ένα
οποιοδήποτε άρθρο.»
«Τύχη που την έχετε να πέσετε πάνω μου εγώ γράφω μόνο μικρές αγγελίες του είπα
με σαρκασμό.»
Μου απάντησε ιδιαίτερα χαιρέκακα «Καιρός να γράψετε κάτι πιο σοβαρό,τις
ιστορίες μου.»
Δεν το κρύβω μου κίνησε την περιέργεια, τι ιστορίες θα μπορούσε να κρύβει ο
κύριος Ηστ που θα άξιζαν να δημοσιευτούν σκέφτηκα, κανένας τρελαμένος τύπος θα
είναι μονολόγησα.
Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια «Δεν μου διηγείστε μια ιστορία σας για να δω ποσό
ενδιαφέρουσα θα είναι για τους άγνωστες μας.»
«Σιγά τους αναγνώστες» μου απάντησε και συνέχισε σαρκάζοντας «Εσύ και καμιά
δεκαριά φίλοι σου διαβάζουν την σελίδα σου απλά ίσως μεγαλώσουν στον αριθμό με
τις ιστορίες μου.»
«Μπορείτε να φύγετε δεν ενδιαφέρομαι» του είπα σχεδόν φωνάζοντας «Τώρα αρχίσατε
να με προσβάλλεται και έμενα και τους καμιά δεκαριά ακόμα αναγνώστες μου, είστε
αγενής και αλλοπαρμένος.»
«Ηρεμίστε»
μου είπε και συνέχισε «Συγγνώμη θα έρθω αύριο κατά τις
δέκα το πρωί για να σας πω την πρώτη από τις ιστορίες που σας υποσχέθηκα.» Σηκώθηκε με χαιρέτισε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, αποφάσισα να περιμένω το αυριανό πρωινό και ίσως λύσω
όλες τις απορίες μου για αυτήν την παράξενη επίσκεψη και τα αποτελέσματα της.
Στις δέκα ακριβώς την άλλη μέρα ήταν στο γραφείο μου παρήγγειλε το τσάι του και
άρχισε το συνηθισμένο πέρα-δώθε στην καρέκλα, αφού με καλημέρισε άρχισε να
διηγείται την ιστορία του χωρίς να με ρωτήσει καν αν ήμουν έτοιμος να την
ακούσω.
« Ήταν θυμάμαι 28 Οκτωβρίου, βρισκόμουν στο κομψότατο μεσαιωνικό Ταλίν για
κάποια σεμινάρια για managers.
To Ταλίν τέτοια εποχή είναι κρύο και πολλές φορές σαν εκείνη την μέρα ελάχιστα
χιονισμένο, σαν να κάνει πρόβες ο χειμώνας μέσα στο φθινόπωρο, δεν μπορείς να
κυκλοφορήσεις δίχως μπουφάν ή σακάκι χοντρό από τσόχα ή ένα ελαφρύ παλτό,
ειδικά από το απόγευμα και μετά.
Είχα κατέβει στο σαλόνι του ξενοδοχείου που φιλοξενούσε και ένα μικρό μπαρ, μόλις είχα τελειώσει από τα σεμινάρια, είχα κάνει ένα γρήγορο ζεστό μπάνιο και
θρονιάστηκα στο μοναδικό σκαμπό που είχε ελεύθερο στο μπαρ.
Αριστερά μου καθόταν μια κυρία με ένα φαρδύ κίτρινο καπέλο με γείσο και μια
μαύρη δαντελένια τουαλέτα, δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της γιατί
τα έκρυβε επιμελώς το καπέλο της, το άρωμα της Coco Chanel την πρόσθετε μαγεία
και έδενε αρμονικά με τα ξανθά λαμπερά μαλλιά της που ξεχώριζαν από το καπέλο, μακριά και ίσια που έφθαναν μέχρι τους ώμους, στα δεξιά μου ένας κύριος μεγάλης
ηλικίας κοντός, λίγο στρουμπουλός με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, αποτέλεσμα των
πολλών ποτηριών βότκας που είχε καταναλώσει , προσπαθούσε μάταια να πιάσει
ανεπιτυχώς συζήτηση με τον μπάρμαν.
Παρήγγειλα ένα ουίσκι single malt και μια κόκα-κόλα και άπλωσα πάνω στο μπαρ τα
χέρια μου, ήταν μια στάση που μου άρεσε όταν καθόμουν σε σκαμπό.
«Έτσι κύρτωσαν οι ώμοι σας» μου είπε η κυρία στα αγγλικά με άψογη προφορά «Να
κάθεστε πιο κοντά στο μπαρ» ξαφνιάστηκα η φωνή της ήταν γλυκιά απαλή και με
τέλεια ορθοφωνία.
«Καλησπέρα από εδώ είστε;» τη ρώτησα τα αγγλικά μου χωριάτικα, βαριά σαν
νταμάρια, αγγλικά που έμαθα σε ένα φροντιστήριο στην πόλη που μεγάλωσα το
Διδυμότειχο προσπαθώντας να ξεφύγω από τη μιζέρια του «Θα σας παρακαλούσα να βγάλετε το καπέλο δεν μπορώ να δω το πρόσωπο σας και
αυτό με ενοχλεί» της είπα ευγενικά και χαμηλόφωνα.