Η βροχή είχε μόλις σταματήσει πάνω από την Αθήνα. Το γυάλινο δάπεδο του Μουσείου Ακρόπολης έλαμπε κάτω από τα φώτα της Πλάκας, σαν να καθρεφτίζονταν επάνω του όλες οι σιωπές της πόλης. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο φύλακας της βραδινής βάρδιας είδε κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει εκεί: το νεκρό κορμί μιας γυναίκας πεσμένο μπροστά στη Γκαλερί του Παρθενώνα.
Ήταν περίπου σαράντα ετών. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στο πλάι, το μάγουλο ακουμπούσε στο ψυχρό γυαλί, και γύρω της απλωνόταν ένα λεπτό, ακανόνιστο τόξο αίματος που έσπαγε το καθαρό φως της αίθουσας.
Το τηλέφωνο του Επιθεωρητή Αλέξανδρου Φαρμάκη χτύπησε στις 00:42.
– «Ξύπνα, Αλέξανδρε. Έχουμε φόνο στο Μουσείο Ακρόπολης.»
– «Πάλι το κέντρο…» μουρμούρισε εκείνος. «Στέλνω και την Ανδρέου.»
Δέκα λεπτά αργότερα, ένα μαύρο Skoda σταμάτησε μπροστά στο μουσείο. Από μέσα βγήκε ο Αλέξανδρος Φαρμάκης, σαραντάρης, κοφτερό βλέμμα, ψύχραιμος ακόμη και μπροστά στον θάνατο, και η Αρχυφύλακας Κρυσταλένια Ανδρέου, νεαρή, με εκείνο το ήσυχο βλέμμα που έβλεπε πέρα από τα προφανή.
Το Θύμα
Η νεκρή ονομαζόταν Μαρίνα Κοραή, επιμελήτρια του μουσείου. Βρέθηκε με τραύμα στο κεφάλι, χωρίς σημάδια πάλης. Το κινητό και η τσάντα της ήταν άθικτα. Καμία παραβίαση στις πόρτες.
Η Κρυσταλένια έσκυψε προσεκτικά.
– «Δεν μοιάζει με ληστεία. Ήξερε ποιον συνάντησε.»
– «Ή ο άλλος ήξερε πολύ καλά το μουσείο,» απάντησε ο Φαρμάκης, κοιτώντας τις κάμερες.
Οι Σκιές των Μαρμάρων
Το υλικό ασφαλείας έδειχνε τη Μαρίνα να συναντά έναν άνδρα με σκούρα ρούχα, πρόσωπο καλυμμένο. Λίγα λεπτά αργότερα, σκοτάδι.
Μια φωνή, πνιχτή:
«Αν μιλήσεις, όλα τελειώνουν απόψε…»
Ο Φαρμάκης κοίταξε τη συνεργάτιδά του.
– «Αυτός δεν ήρθε να κλέψει. Ήρθε να σβήσει κάτι.»
Το Μυστικό του Αγάλματος
Η έρευνα αποκάλυψε πως η Κοραή είχε βρει ένα μαρμάρινο τμήμα που φαινόταν να ανήκει στις Καρυάτιδες. Είχε φτάσει παράνομα από ιδιωτική συλλογή μέσω του Δημήτρη Χαρτογιάννη, επιφανούς συλλέκτη.
Η Μαρίνα ετοίμαζε έκθεση που θα αποκάλυπτε την προέλευσή του. Και αυτό θα κόστιζε πολλά.
– «Ήθελε να τη σταματήσει πριν μιλήσει,» είπε η Ανδρέου.
– «Και κάποιος μέσα από το μουσείο τον βοήθησε,» απάντησε ο Φαρμάκης.
Η Ανατροπή
Το ξημέρωμα, μπροστά στην Κόρη του Πεπλοφόρου, η Ανδρέου παρατήρησε μια σταγόνα αίματος και μια λεπτή χαραγή μετάλλου στη βάση του αγάλματος.
– «Το όπλο δεν ήρθε απ' έξω… το πήραν από εδώ.»
Τα δακτυλικά αποτυπώματα στο μαχαίρι οδηγούσαν στον Δημήτρη Χαρτογιάννη.
Όμως κάτι δεν ταίριαζε. Το βίντεο από τις κάμερες σταματούσε ξαφνικά στις 00:24 — δύο λεπτά πριν τη δολοφονία.
Το υπόλοιπο αρχείο έλειπε.
Η ομάδα ψηφιακής ανάλυσης διαπίστωσε πως το υλικό δεν είχε διαγραφεί πλήρως· είχε επανεγγραφεί πρόχειρα, σαν κάποιος να προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη του βιαστικά.
Ο Χαρτογιάννης δεν είχε τέτοια πρόσβαση.
Ο Φαρμάκης κοίταξε την Ανδρέου.
– «Υπάρχει κι άλλος. Κάποιος από μέσα.»
Λίγες ώρες αργότερα, εντόπισαν ότι το login που μπήκε στο δίκτυο ασφαλείας ανήκε στον Διευθυντή του Μουσείου, Αντώνη Μάνθο.
Αρνήθηκε τα πάντα, ώσπου βρέθηκε στο γραφείο του φάκελος με φωτογραφίες από το αρχαίο εύρημα και τραπεζικό έμβασμα από λογαριασμό του Χαρτογιάννη.
Στην ανάκριση έσπασε:
– «Δεν ήθελα να τη σκοτώσει… μόνο να τη φοβίσει. Εκείνη δεν σταματούσε, θα κατέστρεφε τη φήμη του μουσείου…»
Ο Φαρμάκης τον κοίταξε ψυχρά.
– «Το μουσείο θα αντέξει, κύριε Μάνθο. Η συνείδησή σας όχι.»
Μέχρι το μεσημέρι, και οι δύο —δράστης και συνεργός— βρίσκονταν υπό κράτηση.
Η υπόθεση είχε κλείσει.
Ή σχεδόν…
Επίλογος
Το φως της αυγής απλωνόταν πίσω από την Ακρόπολη, βάφοντας το γυάλινο δάπεδο του μουσείου με ένα παράξενο μείγμα πορτοκαλί και αιματί.
Ο Επιθεωρητής Φαρμάκης στεκόταν μόνος στην ταράτσα, ένα τσιγάρο να καίγεται αργά στα δάχτυλά του.
Από μακριά ακουγόταν η πρώτη κίνηση της πόλης — μηχανάκια, φωνές, μια καινούργια μέρα που προσποιούνταν πως τίποτα δεν συνέβη.
Η Κρυσταλένια Ανδρέου ανέβηκε ήσυχα δίπλα του.
– «Ο Μάνθος ομολόγησε. Είπε ότι ήθελε μόνο να τη φοβίσει.»
– «Κανείς δεν σταματά στο "μόνο", Ανδρέου. Εκεί αρχίζουν όλα.»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
Ο αέρας μύριζε μάρμαρο και καμένο καφέ.
– «Ξέρεις τι μ' ενοχλεί περισσότερο;» ρώτησε εκείνος.
– «Τι;»
– «Ότι στο τέλος, πάντα κάποιος μέσα απ' το ίδιο το φως κρύβει το σκοτάδι.»
Η Ανδρέου χαμογέλασε αχνά.
– «Ίσως γι' αυτό υπάρχουμε εμείς.»
Ο Φαρμάκης πέταξε τη γόπα στο κενό και κατέβασε το βλέμμα του προς το μουσείο.
Το φως αντανακλούσε πάνω στο γυαλί όπως τη νύχτα του φόνου, μόνο που τώρα δεν υπήρχε αίμα — μονάχα το αποτύπωμα μιας σιωπής.
– «Πάμε,» είπε. «Η Αθήνα δεν κοιμάται ποτέ. Κι ούτε κι εμείς πρέπει.»
Κατέβηκαν τα σκαλιά, αφήνοντας πίσω τους το μουσείο να ξαναβυθίζεται στην ησυχία του. 
Μα κάπου, ανάμεσα στις προθήκες και στα αρχαία, έμοιαζε να πλανάται ακόμα μια φράση που δεν ειπώθηκε ποτέ:
τίποτα δεν μένει θαμμένο.