Σε λίγα λεπτά ήρθε το ταξί ,επιβιβαστήκαμε πολύ γρήγορα για
το νοσοκομείο των «Παίδων» εκεί στο ύψος της έκθεσης.
Καθόταν στο πίσω κάθισμα δίπλα μου, θυμάμαι σαν χθες που μου κρατούσε απαλά το
χέρι και μου έλεγε συνεχώς «μην ανησυχείς Μιχάλη όλα θα πάνε καλά θα δεις.»
Σήμερα πιστεύω ότι μιλούσε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα, ήτα σαν να
ήμουν μια προέκταση των σκέψεων της.
Περάσαμε την είσοδο του νοσοκομείου και φθάσαμε στην
γραμματεία, το ύφος της έγινε σκληρό σαν πέτρα τα μάτια της έλαμπαν, ένοιωθες πως το βλέμμα της σε ακτινογραφούσε από πάνω έως κάτω, η φωνή της βγήκε ατσαλένια και επιβλητική ,ποτέ μου
ξανά δεν την είχα ματακούσει έτσι « Φέρανε πριν λίγο ένα μικρό που το χτύπησε
ένας αγύρτης , είναι ο εγγονός μου αδελφή ,σε ποιο δωμάτιο τον έχετε; είναι καλά;»
Η νοσοκόμα κάτι ψέλλισε για τις ώρες του επισκεπτηρίου αλλά
η αποφασιστικότητα της Χρονιάς δεν τις
έδωσε και πολλά περιθώρια «Στο Θάλαμο 112 είναι, μόλις τέλειωσε την εξέταση του ο γιατρός.»
«Ο Γιατρός που βρίσκεται;» «Στο τέλος του διάδρομου είναι το
γραφείο του, αλλά τώρα δεν δέχεται επισκέψεις είναι απασχολημένος.» «Καλά αυτό
θα το δούμε.» βροντοφώναξε και άρχισε να κινείται σαν γεράκι που ψάχνει το θύμα του , προς το
γραφείου του γιατρού.
Σχεδόν έτρεχε και εγώ στο κατόπι της προσπαθούσα να τη φθάσω
,έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και μπήκε στο γραφείο του.
Η Γιαγιά μου έμαθε να γράφει και να διαβάζει στα 60 της, την έμαθε ο μικρός της γιος ο Σπύρος.
Σκεφτείτε τι επιμονή και επιμονή χρειάζεται για να τα
καταφέρεις σε αυτή την ηλικία.
Μόνο που σκεφτόταν ότι θα μπορεί να γράφει στο γιο της στο
*παραπέτασμα όπως έλεγε, αλλά και στον άλλο γιο της που έμενε μόνιμα στο Βέλγιο,
ξημεροβραδιαζόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας με μία γκαζόλαμπα να τη
φωτίζει ,προσπαθώντας να μάθει να διαβάσει και να γράφει.
Την πρώτη φορά που πήρε την σύνταξη της υπογράφοντας με το
όνομα της και όχι με ένα σταυρό αντί για υπογραφή ,ο ταχυδρόμος ο κυρ Πέτρος
γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη που
είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει σε αυτή την ηλικία η κυρά Χρονιά όπως την
φώναζε χαριτολογώντας.
Και διάβαζε πολύ, ήταν σαν να άνοιξε ένας κόσμος μπρος στα μάτια της ,δεν υπήρχε βιβλίο
στην βιβλιοθήκη μας που δεν το είχε διαβάσει πάνω από τρεις φορές , λάτρευε το
«Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» του Χέμινγουεϊ ,μπορούσε με ευκολία να σου
απαγγείλει τα πιο σπουδαία κομμάτια του βιβλίου και ταυτόχρονα να πλέκει
τερλίκια για τα εγγόνια της.
Τι είχε να αντιμετωπίσει ο γιατρός! σχεδόν το λυπήθηκα όταν
ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο γραφείο του με δύναμη και ρώτησε με βαθιά φωνή αλλά σαν να βρόνταγε η πλάση τόσο δυνατή, καθόμουν μισό μέτρο πίσω
της και είχε δεθεί κόμπος η καρδιά μου
«Πως είναι ο εγγονός μου; είναι καλά; μιλώ για το παιδί που είναι στο
112 .» Έκανε μια μικρή παύση και πριν προλάβει να πει κάτι ο γιατρός συνέχισε «Και
κοίτα δεν θέλω δύσκολα και γραμματιζούμενα, απλά πράγματα, αν είναι καλά θα μου το πεις με ένα ναι η ένα όχι»