Ξέρετε τι γίνεται όταν αποβιβάζεται ο κόσμος από τα στενά, δίπορτα λεωφορεία σε κεντρικούς σταθμούς του μετρό. Το πατείς με πατώ σε. Βιάζονται όλοι να μπουν πριν βγουν οι προηγούμενοι. Χαϊμός. Χαλασμός κόσμου. Εκεί πάνω στην πολυκοσμία βέβαια, στο στριμωξίδι, στο γαμοσταυρίδι και με τα νεύρα τσατάλι, ανθούν δύο φρούτα «εδώδιμα – αποικιακά»: οι...
Η Γιαγιά μου η Χρονιά
◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές
Στεκόταν εκεί καθιστή με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και
στο πλάι της ο παππούς μου όρθιος με το
τσιγκελωτό μουστάκι του, όμορφος άντρας, η φωτογραφία τους κιτρινισμένη από τον καιρό σε μια κορνίζα σε περίοπτη
θέση στο σαλόνι μας, δίπλα στα βραβεία του γιου τους του Σπύρου, διακεκριμένου
δημοσιογράφου και λαογράφου της Θράκης.
Τον παππού μου δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω το χάσαμε στον εμφύλιο, αλλά τη γιαγιά μου την έζησα τη λάτρεψα και μεγάλωσα συντροφιά με τη σοφία και την καλοσύνη της.
Τη θυμάμαι σαν χθες ψηλή
με το μαύρο μακρύ φουστάνι της έως τις φτέρνες, μαύρο τσεμπέρι
που έκρυβε με τέχνη τα μακριά άσπρα μαλλιά της, και μια μαύρη ποδιά τυλιγμένη
στη μέση της με άπειρες μαγικές τσέπες, που μέσα τους εκρυβαν όλα τα καλούδια του παιδικού μου κόσμου, τι ζαχαρωτά, τι καραμέλες, από όλα τα καλά, αλλά και το μικρό ελάχιστο κομπόδεμα της, τυλιγμένο σε ένα
μαντήλι άσπρο με καφετί ρίγες στο πλάι-ποτέ δεν κατάλαβα πως εξοικονομούσε
χρήματα, αφού την πενιχρή σύνταξη της την έδινε στον πατέρα μου για να μας βοηθάει να τα βγάζουμε πέρα με τα έξοδα του οικογενειακού προϋπολογισμού μας.
«Μαμά, γιαγιά, τρέξτε ένα αυτοκίνητο χτύπησε τον Χρυσόστομο.» άρχισα να φωνάζω σαν τρελός, οι φωνές μου ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά.που βγήκε στο δρόμο να δει τι συνέβαινε.
Σαν αστραπές εμφανίστηκαν πρώτα η μάνα μου και μετά η γιαγιά μου η Χρονιά- Ναι έτσι τη βαπτίσαν εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν έμαθα το γιατί- απέναντι από το μικρό μπαλκόνι του σπιτιού μας, μια παλιά μονοκατοικία, τρομαγμένος κλαίγοντας κοιτούσα πάνω στο δρόμο, πεσμένο μπρούμητα, ακίνητο τον αδελφό μου, και ο οδηγός να φωνάζει και να τραβά τα μαλλιά του «Δεν τον είδαη, πόρτα μου άνοιξε από την πλευρά του συνοδηγού χωρίς λόγο, δεν ξέρω πως χτύπησε τον μικρό.»
Άρπαξε η μάνα μου από το δρόμο τον αδελφό μου που το κεφαλάκι του στο ύψος του μετώπου ήταν γεμάτο αίματα, τον πήρε στην αγκαλιά της και του έτριβε συνεχώς τις φλέβες από τον καρπό του αριστερού χεριού του, μπήκαν στο αυτοκίνητο του κυρ Κώστα -όπως έμαθα αργότερα έτσι έλεγαν τον οδηγό που χτύπησε το Χρυσόστομο-και έφυγαν για το νοσοκομείο.
Στο κατόπι τους και η γιαγιά μου, με πήρε βιαστικά από το χέρι και περπατώντας σαν να πετούσαμε, φτάσαμε στην άκρη μιας μικρής πλατείας που ήταν ίσα με διακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι μας. Με δυο δρασκελιές έφτασε στο περίπτερο που ήταν στην άκρης της, και ζήτησε από τον περίπτερά τον κυρ Σταύρο να καλέσει χωρίς καμία καθυστέρηση στο τηλέφωνο τα εφημερεύοντα νοσοκομεία για να μάθει πιο εφημέρευε και μετά να καλέσει ένα Ταξί.
Του μιλούσε κοφτά, αυστηρά αλλά με περίσσια ευγένεια και
του εξηγούσε τις ακριβώς συνέβαινε.
Σε λίγα λεπτά ήρθε το ταξί, επιβιβαστήκαμε πολύ γρήγορα για το νοσοκομείο των «Παίδων» εκεί στο ύψος της έκθεσης.
Καθόταν στο πίσω κάθισμα δίπλα μου, θυμάμαι σαν χθες που μου κρατούσε απαλά το χέρι και μου έλεγε συνεχώς «Μην ανησυχείς Μιχάλη όλα θα πάνε καλά θα δεις.» Σήμερα πιστεύω ότι μιλούσε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μένα, ήταν σαν να ήμουν μια προέκταση των σκέψεων της.
Περάσαμε την είσοδο του νοσοκομείου και φθάσαμε στη γραμματεία, το ύφος της έγινε σκληρό σαν πέτρα τα μάτια της έλαμπαν, ένοιωθες πως το βλέμμα της σε ακτινογραφούσε από πάνω έως κάτω, η φωνή της βγήκε ατσαλένια και επιβλητική, ποτέ μου ξανά δεν την είχα ματακούσει έτσι «Φέρανε πριν λίγο ένα μικρό που τον χτύπησε ένας αγύρτης, είναι ο εγγονός μου αδελφή, σε ποιο δωμάτιο τον έχετε; είναι καλά;»
Η νοσοκόμα κάτι ψέλλισε για τις ώρες του επισκεπτηρίου αλλά η αποφασιστικότητα της Χρονιάς δεν τις έδωσε και πολλά περιθώρια «Στο Θάλαμο 112 είναι, μόλις τέλειωσε την εξέταση του ο γιατρός.»
«Ο Γιατρός που βρίσκεται;» «Στο τέλος του διάδρομου είναι το γραφείο του, αλλά τώρα δεν δέχεται επισκέψεις είναι απασχολημένος.» «Καλά αυτό θα το δούμε.» βροντοφώναξε και άρχισε να κινείται σαν γεράκι που ψάχνει το θύμα του, προς το γραφείου του γιατρού.
Σχεδόν έτρεχε και εγώ στο κατόπι της προσπαθούσα να τη φθάσω, έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και μπήκε στο γραφείο του.
Η Γιαγιά μου έμαθε να γράφει και να διαβάζει στα 60 της, την έμαθε ο μικρός της γιος ο Σπύρος-ο πατέρας μου-σκεφτείτε τι επιμονή και επιμονή χρειάζεται για να τα καταφέρεις σε αυτή την ηλικία. Μόνο που σκεφτόταν ότι θα μπορεί να γράφει στο γιο της στο *παραπέτασμα όπως έλεγε, αλλά και στον άλλο γιο της που έμενε μόνιμα στο Βέλγιο, ξημεροβραδιαζόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας με μία γκαζόλαμπα να τη φωτίζει προσπαθώντας να μάθει να διαβάσει και να γράφει.
Την πρώτη φορά που πήρε την σύνταξη της υπογράφοντας με το όνομα της και όχι με ένα σταυρό αντί για υπογραφή, ο ταχυδρόμος ο κυρ Πέτρος γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη που είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει σε αυτή την ηλικία η κυρά Χρονιά όπως την φώναζε χαριτολογώντας. Και διάβαζε πολύ, ήταν σαν να άνοιξε ένας κόσμος μπρος στα μάτια της, δεν υπήρχε βιβλίο στην βιβλιοθήκη μας που δεν το είχε διαβάσει πάνω από τρεις φορές, λάτρευε το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» του Χέμινγουεϊ, μπορούσε με ευκολία να σου απαγγείλει τα πιο σπουδαία κομμάτια του βιβλίου και ταυτόχρονα να πλέκει τερλίκια για τα εγγόνια της.
Τι είχε να αντιμετωπίσει ο γιατρός! σχεδόν τον λυπήθηκα όταν ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο γραφείο του με δύναμη και ρώτησε με βαθιά φωνή αλλά σαν να βρόνταγε η πλάση τόσο δυνατή, καθόμουν μισό μέτρο πίσω της και είχε δεθεί κόμπος η καρδιά μου «Πως είναι ο εγγονός μου; είναι καλά; μιλώ για το παιδί που είναι στο 112 .» Έκανε μια μικρή παύση και πριν προλάβει να πει κάτι ο γιατρός συνέχισε «Και κοίτα δεν θέλω δύσκολα και γραμματιζούμενα, απλά πράγματα, αν είναι καλά θα μου το πεις με ένα ναι η ένα όχι»
«Γιαγιά πέρασε έξω σε παρακαλώ, και εσύ μικρέ, έχω ενημερώσει τη μητέρα του παιδιού για την υγεία του θα σας παρακαλέσω να αποχωρήσετε από το νοσοκομείο και να έρθετε την ώρα του επισκεπτηρίου.» «Άκου γιατρέ έχασα ένα άντρα στον ανταρτοπόλεμο και έχω ένα γιο στο παραπέτασμα, έμαθα να γράφω στα 60, και κοιμόμουν στον πόλεμο μέσα στα νερά και στα υπόγεια, και από πάνω να σφυρίζουν οι μπόμπες σαν δαιμονισμένες, για να μπορέσεις εσύ λεύθερος να γίνεις γιατρός, απάντησε μου λοιπόν σε ότι σε ρώτησα κα άσε τις παρατηρήσεις.»
Η φωνή της ήταν σκληρή και αιχμηρή λες και θα τρυπούσε σίδερο, σήκωσε το κεφάλι, ίσιωσε το τσεμπέρι και τον κοίταξε με αυστηρό ύφος κατάματα το γιατρό, αυτός χαμήλωσε το κεφάλι, μια έκφραση ντροπής "έβαψε" το πρόσωπο του, απάντησε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά «Είναι καλά ,τυχερός ήταν, δεν θα του αφήσει κανένα κουσούρι ο τραυματισμός.» «Ευχαριστώ» Απάντησε μονολεκτικά η Χρονιά και κίνησε για το θάλαμο 112, εγώ από πίσω να τρέχω να την προλάβω σαν ουρά ένα πράμα.
Έσπρωξε απαλά την πόρτα και πέρασε στο εσωτερικό του θαλάμου, έφθασε πατώντας στις μύτες δίπλα στο κρεβάτι που νοσηλευόταν ο αδελφός μου, κάθισε στο προσκέφαλο του αργά και προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει, δακρυσμένη, ακίνητη και αμίλητη ίσα με καμμιά ώρα σαν να προσευχόταν.
Κάποια στιγμή μίλησε «Νυφούλα δόξα τον θεό όλα είναι καλά» τη φίλησε απαλά στο μάγουλο την μάνα μου και ξεκινήσαμε να φύγουμε .
Η γιαγιά μου λάτρευε τον κινηματογράφο και το θέατρο, κάθε βδομάδα, συνήθως την Παρασκευή πηγαίναμε στο Ροζαλί, ήταν ένας κινηματογράφος κοντά στο σπίτι μας, Β΄ προβολής βέβαια που πάντα έπαιζε δύο ταινίες, συνήθως μία ελληνική και ένα γουέστερν.
Αν πάλι κάποιος θεατρικός θίασος ερχόταν στην πόλη, τότε πάντοτε πηγαίναμε την Κυριακή για να παρακολουθήσουμε την απογευματινή παράσταση τους. Αν το θεατρικό έργο που ανέβαζε ο θίασος ήταν σάτιρα ήταν το αγαπημένο της, το γέλιο της κρυστάλλινο αντηχούσε σε όλη την αίθουσα.
Μόλις βγήκαμε από το νοσοκομείο η Χρονιά πήρε μια βαθιά ανάσα λες και ρούφηξε με μιας όλο τον αέρα της Θεσσαλονίκης, έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα και συνωμοτικά «Αν και είναι Τετάρτη σήμερα θα πάμε στο Ροζαλί να ξεχαστούμε.»
Εκείνο το βράδυ ήταν ένα από τα τελευταία που έζησα μαζί της, ομολογώ ότι ακόμα και σήμερα μετά από τόσες δεκαετίες στα δύσκολα πάντα ψάχνω το χαμόγελο της, το απαλό καθησυχαστικό άγγιγμά της, εκείνο το βλέμμα της που όταν σε κοιτούσε νόμιζες πως κρατούσε όλο τον κόσμο στα χέρια της και με μιας μπορούσε να σου λύσει όλα τα προβλήματα που σε βασάνιζαν.
Αυτή η ζεστασιά και το αίσθημα της ασφάλειας που σε προσέφερε είναι που ψάχνω να νοιώσω κάθε φορά που τη σκέφτομαι να γυροφέρνει το σπίτι με μια σφουγγαρίστρα νικώντας και συνθλίβοντας κάθε κόκκο σκόνης.
Δημιουργός : Μιχάλης Ζεχερλής
*Με τον όρο Σιδηρούν Παραπέτασμα (iron curtain) ονομάστηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ αφ' ενός της Σοβιετικής Ένωσης και των υπό την επιρροή των σοσιαλιστικών καθεστώτων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Ανατολική Γερμανία, Βουλγαρία κλπ), και αφ' ετέρου των κρατών του Νατοϊκού συνασπισμού και των συμμάχων τους.
Τα χείλη της Ντοντός
Έσφιγγα με δύναμη τα βλέφαρα μου μήπως και μπορέσω να κοιμηθώ μια στάλα, μα εκείνα τα κόκκινα σαν φράουλες χείλη που εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή το κορμί μου είχαν σφηνώσει στο μυαλό μου.
Η Έκρηξη
Ο Χ. κοίταζε από το παράθυρο του δωματίου του τη φωτεινή μέρα του Σεπτέμβρη. Είχε βρέξει την προηγουμένη και τα χρώματα του κήπου έλαμπαν.
Η Γιαγιά μου η Χρονιά
Στεκόταν εκεί καθιστή με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και στο πλάι της ο παππούς μου όρθιος με το τσιγκελωτό μουστάκι του, όμορφος άντρας, η φωτογραφία τους κιτρινισμένη από τον καιρό σε μια κορνίζα σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας, δίπλα στα βραβεία του γιου τους του Σπύρου, διακεκριμένου δημοσιογράφου και λαογράφου της Θράκης.
Το δεντρί του έρωτα
Ο έρωτας είναι τυφλός έλεγε ο Σαίξπηρ, για κάθε ανθρώπινο όν η αγάπη το πάθος, ο πόθος έχουν το δικό τους ξεχωριστό όνομα, έτσι αντιλαμβάνονται στη ζωή τον κόσμο των συναισθημάτων, για τον Οθέλλο στο όνομα της Νίκης κρυβόταν ο δικός του μυστικός κόσμος ο κόσμος των δικών του συναισθημάτων.
Ήχοι και προσδοκίες
Η συνάντηση μας με τον Οθέλλο κανονίστηκε για τις εικοσιπέντε Μαΐου στη Βιέννη στις οκτώ η ώρα το βράδυ στο Cafe Sacher κοντά στο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου απέναντι από την όπερα στην οδό Philharmoniker.
Αντίλαλοι
Σαν Εταίρα, αναλογιζόμενος τις επιλογές που έχουμε στη ζωή μας...
Αντίλαλοι
Τα ύστερα του μοχθηρούείναι η απαρχή αυτής της ποιητικής συλλογής, που σκαλίζει με τέχνη την προσπάθεια μιας βασανισμένης ύπαρξης να γλυτώσει από την μανία των μοχθηρών του κόσμου.
Αντίλαλοι
Μορφή Αγγελικήείναι ένα υπέροχο μελωδικό νανούρισμα, πλημμυρισμένο από αγάπη για τους παιδικούς μας πρίγκιπες, και σκοπός του είναι να κάνει γλυκύτερο και ελαφρύτερο τον ύπνο τους....
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
⚈ Λογοτεχνικά μονοπάτια
◼ Δείτε στη συνέχεια σειρά επιλεγμένων πρωτότυπων λογοτεχνικών κειμένων,
που έγραψαν οι συνεργάτες μας για να σας
κρατήσουν συντροφιά αν σας αρέσει το διάβασμα.
● Για να διαβάσετε παρακάτω οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο σας ενδιαφέρει κάντε κλικ πάνω του.