Η άνοιξη στο Παρίσι δεν ήταν απλώς εποχή· ήταν πνοή μυστηρίου, μια ανάσα από κισσό και βρεγμένες πέτρες που έφερνε μαζί της μυστικά και ψιθύρους που κανείς δεν τολμούσε να ακούσει. Ο Μισελουί στεκόταν σε ένα μικρό, σχεδόν ξεχασμένο βιβλιοπωλείο της Rue Bonaparte, περιτριγυρισμένος από τόμους που φάνταζαν σαν να είχαν καρφώσει τις σκιές τους στις σελίδες τους. Τα δάχτυλά του, λεπτά και τρεμάμενα, ξεφύλλιζαν τον τόμο του Μπωντλαίρ σαν να ψάχναν κάτι που είχε χαθεί στον χρόνο, ενώ η καρδιά του χτυπούσε σε έναν ρυθμό που μόνο εκείνη η στιγμή μπορούσε να κατανοήσει.
Κι τότε, σαν φως που διασχίζει έναν παλιό καθρέφτη, μια φωνή τον τράβηξε από το μαγικό πέπλο των λέξεων:
— «Συγγνώμη… θα μπορούσατε να μου κατεβάσετε αυτόν τον τόμο; Είμαι πολύ κοντή για να φτάσω.»
Γύρισε αργά, και ο χρόνος πάγωσε. Εκείνη στεκόταν μπροστά του, ψηλή, εντυπωσιακή — 1,80 μ.—, ξανθιά, με μαλλιά σαν κύματα χρυσού που αιχμαλώτιζαν κάθε ακτίδα φωτός που τολμούσε να περάσει από το παράθυρο. Τα μάτια της καθάρια, αθώα και επικίνδυνα, σαν καθρέφτες που μπορούσαν να διαβάσουν τις πιο σκοτεινές του σκέψεις.
Η καρδιά του Μισελουί πάγωσε και ζεστάθηκε ταυτόχρονα· ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη του, σχεδόν παράνομο, μια μικρή εξέγερση της ψυχής του. Του έδωσε το βιβλίο, κι όταν τα δάχτυλά τους συναντήθηκαν, ήταν σαν να ανακάλυπταν ένα μυστικό μονοπάτι που οδηγούσε σε έναν κόσμο αθέατο.
— «Ρεμπώ;» ψιθύρισε, με μια φωνή που δεν ήταν παρά ο παλμός της ίδιας του της επιθυμίας.
— «Ναι… οι λέξεις του καίνε. Σαν να τις έγραψε για να μας δοκιμάσουν.»
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν πυκνή σαν νυχτερινό σύννεφο πάνω από τον Σηκουάνα. Εκείνη, είκοσι δύο μόλις ετών, ακτινοβολούσε μια καθαρότητα που μπορούσε να τσακίσει ακόμη και τα πιο βαριά σκοτάδια. Εκείνος, τριάντα τριών, κουβαλούσε χρόνια βαριά καθήκοντα και έναν γάμο που είχε μετατραπεί σε μόνιμη, αδιάφορη ρουτίνα.
Κι όμως, κάθε συνάντηση, τυχαία ή σχεδιασμένη, γινόταν τελετουργία. Στα μικρά καφέ, στους δρόμους, στο βιβλιοπωλείο, οι ματιές τους μιλούσαν σε γλώσσα που κανείς άλλος δεν καταλάβαινε. Το γέλιο της, καθαρό σαν νερό που ξεπλένει πέτρες, ξετυλίγονταν μέσα του σαν να έσκιζε τα σκοτάδια της ψυχής του.
Κάθε άγγιγμα, κάθε ψίθυρος, κάθε βλέμμα έμοιαζε να συνδέει τον χρόνο με την αιωνιότητα. Ο Μισελουί ένιωθε να ξαναγεννιέται, να απελευθερώνεται από τη νάρκη του γάμου του, να αναδύεται μέσα από μια ομίχλη που δεν ήξερε πως είχε συσσωρευτεί μέσα του για χρόνια.
Κι έτσι, ανάμεσα σε φλιτζάνια καφέ που άχνιζαν σαν μικρά ηφαίστεια και βροχές που ψιθύριζαν μυστικά πάνω στις στέγες, η Βικτουάρ ρίζωσε βαθιά μέσα του. Ήταν η άνοιξη που ξυπνούσε τις ψυχές, η ζωή που έφερνε φως σε σκοτεινές γωνιές.
Μα εκείνη η ίδια άνοιξη, τόσο γεμάτη φως και μυστήριο, θα γινόταν αργότερα η πιο βαριά, ανεξερεύνητη σκιά της ύπαρξής του.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής