Η βροχή έπεφτε πάνω στις σκεπές του Παρισιού σαν λεπτό μεταξωτό πέπλο, και τα φώτα των φαναριών αντανακλούσαν στα λιθόστρωτα δρομάκια. Η Βικτουάρ περπατούσε γρήγορα, τα μακριά ξανθά μαλλιά της να υγραίνονται, σαν να ήθελαν κι αυτά να ξεφύγουν από τον βαρύ αέρα της αβεβαιότητας. Ο Μισελουί την ακολουθούσε, σιωπηλός, με τα χέρια στις τσέπες, το βλέμμα βαρύ και γεμάτο σκέψεις που δεν ήξερε πώς να εκφράσει.
— «Γιατί πάντα φεύγεις;» ψιθύρισε, όταν τελικά στάθηκαν κάτω από το ίδιο φωτισμένο κιόσκι, το νερό να τρέχει στα πέλματα τους.
Η Βικτουάρ τον κοίταξε με μάτια που φλόγιζαν σαν κεριά σε έρημο παρεκκλήσι, φωτίζοντας τη σιωπή γύρω τους.
— «Δεν φεύγω… απλώς προσπαθώ να μην πληγωθώ… και να μην σε πληγώσω.»
— «Μην με πληγώσεις;» επανέλαβε εκείνος, η φωνή του χαμηλή, σχεδόν βουβή. «Είσαι εσύ που καίγεσαι στις σκιές μου, που σε κυνηγούν οι δικές μου ενοχές, και εγώ… εγώ δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα χωρίς να σπάσω κάτι άλλο.»
Η Βικτουάρ ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά, όχι από το κρύο, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αλήθειας. Ο Μισελουί ήταν παντρεμένος. Κι αυτή, με όλη την αθωότητα και την ένταση της καρδιάς της, είχε ήδη αγαπήσει ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να είναι δικό της ολοκληρωτικά.
— «Μα με πληγώνεις…» είπε ξαφνικά, το βλέμμα της να σφίγγεται, «γιατί εκμεταλλεύτηκες την αγνότητα μου, την πίστη μου σε σένα, όταν ήξερες τι σου ανήκει πραγματικά!»
Η φωνή της αντήχησε σαν κουδούνισμα σε άδειο ναό, και για μια στιγμή, ο κόσμος έμοιαζε να στέκεται ακίνητος.
Ο Μισελουί έκανε ένα βήμα μπροστά, πλησιάζοντας τη Βικτουάρ, τα μάτια του να λάμπουν από απόγνωση και πάθος:
— «Θέλω να χωρίσω… Θέλω να είμαι μαζί σου, μόνο μαζί σου!» Η φωνή του έτρεμε, σαν να κρατούσε χρόνια συγκρατημένη ελπίδα και πόνο. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα!»
Η Βικτουάρ τράβηξε ένα βήμα πίσω, οι ώμοι της σφιγμένοι. Ο αέρας έφερνε τη βροχή στα πρόσωπά τους, σαν ψιλή ομίχλη που έπαιζε ανάμεσα στις σκιές τους.
— «Δεν μπορώ…» ψιθύρισε, η φωνή της σπασμένη, σαν να έσπαγε ένα λεπτό κρύσταλλο. «Αισθάνομαι ενοχές απέναντι στη γυναίκα σου… Ακόμα κι αν η καρδιά μου σε θέλει, δεν μπορώ να είμαι η αιτία του πόνου της.»
Ο Μισελουί σιώπησε, η καρδιά του να χτυπάει σαν σκιές που σέρνονται σε άδειο πάνω σε πέτρινους βράχους το ξημέρωμα, βαριές και αδύναμες να βρουν το φως της μέρας. Η Βικτουάρ ήταν εκεί, μπροστά του, όμορφη και φωτεινή, αλλά ταυτόχρονα ανεπίτευκτη, σαν φάντασμα που ακολουθεί μια ζωή που δεν μπορεί να αγγίξει. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει, τα φώτα των φαναριών να τρεμοπαίζουν και οι σκιές τους να ενώνονται στα λιθόστρωτα, δημιουργώντας ένα ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικό σκηνικό — μια στιγμή που θα ζούσε για πάντα στη μνήμη τους, γεμάτη πόνο και αλήθεια.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής