Ο Σπύρος, τριανταεπτά χρονών και παντρεμένος με δύο παιδιά, ένιωθε τη ζωή του να κυλάει σε ράγες. Ήταν σαν ένα καλά οργανωμένο γραφείο: κάθε φάκελος στη θέση του, κάθε εκκρεμότητα τακτοποιημένη. Η Αγγελική, η σύζυγος, ήταν ο σταθερός άξονας, η ρουτίνα η καθημερινή του παρηγοριά. Μέχρι που εμφανίστηκε η Δάφνη. Η Δάφνη δεν ήταν φάκελος. Ήταν ένα...
Η Ζωή εν Τριγώνω: Ο Σπύρος, η Δάφνη και η Τέχνη του "Σχεδόν"
◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές

Ο Σπύρος, τριανταεπτά χρονών και παντρεμένος με δύο παιδιά, ένιωθε τη ζωή του να κυλάει σε ράγες. Ήταν σαν ένα καλά οργανωμένο γραφείο: κάθε φάκελος στη θέση του, κάθε εκκρεμότητα τακτοποιημένη. Η Αγγελική, η σύζυγος, ήταν ο σταθερός άξονας, η ρουτίνα η καθημερινή του παρηγοριά. Μέχρι που εμφανίστηκε η Δάφνη. Η Δάφνη δεν ήταν φάκελος. Ήταν ένα εκκρεμές, ένα πολύχρωμο, απρόβλεπτο, εκκρεμές που αιωρούνταν επικίνδυνα πάνω από την τακτοποιημένη του ζωή.
Την πρωτοείδε σε μια εκδήλωση της δουλειάς, ένα βαρετό «networking event» με άφθονο κρασί και επιτηδευμένα χαμόγελα. Η Δάφνη, με ένα φωτεινό πράσινο φόρεμα που έμοιαζε να έχει ραφτεί από τον άνεμο, γελούσε δυνατά με κάτι που της ψιθύριζε ένας συνάδελφος. Ο Σπύρος, που είχε καταφύγει στη γωνία με ένα ποτήρι νερό, ένιωσε κάτι να τον τραβάει.
«Πολύ βαρετό, έτσι;» του είπε ξαφνικά η Δάφνη, φέροντας το ποτήρι της και μια σπίθα στα μάτια.
Ο Σπύρος ανασηκώθηκε αμήχανα. «Ε… ναι. Αρκετά.»
«Μη φοβάστε, δεν δαγκώνω. Εκτός αν είστε το τελευταίο κομμάτι πίτσας.»
Ο Σπύρος έσκασε ένα γέλιο που δεν ήξερε ότι είχε. Ένα γνήσιο, απελευθερωτικό γέλιο. «Σπύρος. Χάρηκα.»
«Δάφνη. Όχι εσύ, η πίτσα.»
Αυτή ήταν η αρχή. Τα επόμενα ραντεβού ήταν «τυχαίες» συναντήσεις σε καφέ, «συμπτωματικά» μηνύματα αργά το βράδυ, γεμάτα χιούμορ που λειτουργούσε ως ασπίδα και για τους δύο. Ο Σπύρος έλεγε αστεία για τη δυσκολία να βρει χρόνο για τον εαυτό του, υπονοώντας χωρίς να το λέει την πίεση της οικογενειακής ζωής. Η Δάφνη αστειευόταν για την αδυναμία της να κρατήσει ένα φυτό ζωντανό, αποφεύγοντας κάθε συζήτηση για δέσμευση.
Όταν το Γέλιο Έγινε Δάκρυ: Η Πρώτη Ραγισμένη Νότα
Μια βροχερή Τρίτη, βρέθηκαν σε ένα μικρό μπαρ, με τη μουσική να παίζει απαλά. Η Δάφνη, έχοντας πιει δύο ποτήρια κρασί παραπάνω απ' όσο έπρεπε, χαμογέλασε με εκείνο το παιδικό, αφοπλιστικό της χαμόγελο.
«Ξέρεις, Σπύρο,» είπε, «μερικές φορές νιώθω ότι είμαι το "έξτρα" υλικό σε μια συνταγή που έχει ήδη όλα τα απαραίτητα συστατικά.»
Ο Σπύρος πάγωσε. Το χιούμορ είχε εξαφανιστεί. «Δάφνη, τι λες;»
«Λέω ότι είσαι παντρεμένος. Και εγώ… εγώ δεν είμαι φτιαγμένη για "έξτρα". Είμαι το κυρίως πιάτο, ακόμα κι αν δεν το ξέρω πώς να το μαγειρέψω.»
Το δράμα ήταν πλέον χειροπιαστό. Ο Σπύρος ένιωσε μια γροθιά στο στομάχι. Ήθελε να της πει ότι δεν ήταν «έξτρα», ότι ήταν η γεύση που έλειπε από τη ζωή του. Αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν.
«Δάφνη, δεν είναι έτσι…» ξεκίνησε.
«Πώς είναι, Σπύρο; Πώς είναι να βρισκόμαστε κρυφά, να γελάμε με αστεία που είναι μισές αλήθειες, και μετά εσύ να γυρνάς στο σπίτι σου και εγώ στο δικό μου κενό;» Η φωνή της είχε πάρει μια πικρή χροιά.
Φόβος Ελευθερίας, Φόβος Δέσμευσης: Η Παγίδα των Συναισθημάτων
Η Δάφνη ήταν ελεύθερη, ναι, αλλά αυτή η ελευθερία ήταν και η μεγαλύτερη φυλακή της. Φοβόταν να νιώσει, φοβόταν να δεσμευτεί, φοβόταν να πληγωθεί. Ο Σπύρος, ο παντρεμένος άντρας, ήταν η επιτομή του κινδύνου για αυτήν. Ήταν η απειλή για την ανεξαρτησία της, το πρόσωπο που θα μπορούσε να την τραβήξει σε έναν κόσμο που δεν ήθελε, αλλά paradoxa, λαχταρούσε.
Ο Σπύρος, από την πλευρά του, βίωνε το δικό του δράμα. Κάθε χαμόγελο στη σύζυγό του, κάθε αγκαλιά στα παιδιά του, ήταν πλέον σκιασμένη από την εικόνα της Δάφνης. Το χιούμορ που χρησιμοποιούσε για να κρύψει τις εσωτερικές του μάχες άρχισε να τον καταπίνει. Έλεγε αστεία στη δουλειά, αλλά το βλέμμα του ήταν αλλού. Ήταν παρών, αλλά απών.
Μια Κυριακή, ενώ έπαιζε μπάσκετ με τους φίλους του, ο Σπύρος, που συνήθως ήταν ο βασιλιάς της πλάκας, έπεσε άτσαλα. Το γόνατό του πονούσε. «Μην ανησυχείς, φίλε, κι εσύ γερνάς!» του είπε ένας φίλος του γελώντας. Ο Σπύρος, όμως, ένιωσε το χιούμορ να τον εγκαταλείπει. Ο πόνος του γονάτου ήταν τίποτα μπροστά στον πόνο της ψυχής του.
Εκείνο το βράδυ, έστειλε ένα μήνυμα στη Δάφνη: «Πρέπει να μιλήσουμε. Σοβαρά.»
Η Δάφνη απάντησε μετά από ώρα: «Ξέρω.»
Αυτή η μία λέξη έκρυβε όλη την αγωνία, όλο το φόβο της. Τον φόβο για αυτό που θα έλεγε ο Σπύρος, τον φόβο για αυτό που ένιωθε η ίδια.
Η Κατάρρευση του "Σχεδόν" και η Ανάδυση του Μαύρου Χιούμορ
Η συνάντηση έγινε σε ένα πάρκο, κάτω από ένα δέντρο που είχε αρχίσει να ρίχνει τα φύλλα του. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, σαν να καθρεφτίζει τη διάθεσή τους.
«Δάφνη, δεν μπορώ άλλο,» είπε ο Σπύρος, με τη φωνή του να τρέμει. «Αυτή η κατάσταση μας τρώει. Εσένα, εμένα…»
Η Δάφνη τον κοίταξε με τα μάτια της, που τώρα ήταν ένα θολό γκρι. «Και τι θες να γίνει, Σπύρο; Να καταστρέψεις τη ζωή σου; Τη δική μου;»
«Θέλω να είμαι ειλικρινής. Πρώτα με τον εαυτό μου, μετά με σένα. Και μετά…» Η φράση του κρεμόταν στον αέρα, βαριά, γεμάτη υποσχέσεις και ανεκπλήρωτα όνειρα.
«Μετά; Μετά τι; Εγώ δεν ξέρω πώς να είμαι η "μετά". Εγώ είμαι η "τώρα", η "εδώ", η "ανεξάρτητη".» Η φωνή της ανέβαινε σε ένα τσιριχτό τόνο.
Ο Σπύρος έπιασε τα χέρια της. «Δάφνη, αυτό που νιώθουμε δεν είναι αστείο. Δεν είναι παιχνίδι. Δεν είναι ένα χιούμορ που το προσπερνάμε. Είναι… είναι αληθινό.»
Η Δάφνη τράβηξε τα χέρια της σαν να κάηκε. «Και τι γίνεται με το αληθινό; Το αληθινό πονάει, Σπύρο. Το αληθινό δεσμεύει. Το αληθινό καταστρέφει ζωές. Και εγώ είμαι ήδη πληγωμένη. Δεν αντέχω άλλο.»
Σηκώθηκε από το παγκάκι, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. «Αυτός ο έρωτας… είναι σχεδόν ανεκπλήρωτος, Σπύρο. Και ίσως αυτό να είναι το μόνο χιούμορ σε όλο αυτό. Το "σχεδόν".»
Και έφυγε. Έτρεξε μακριά, με την ελευθερία της να την κυνηγάει και τον φόβο να την οδηγεί. Ο Σπύρος έμεινε μόνος του στο παγκάκι, κάτω από το γυμνό δέντρο, με το «σχεδόν» να αντηχεί στα αυτιά του.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ένα βασανιστήριο για τον Σπύρο. Το δράμα είχε επικρατήσει. Προσπάθησε να επιστρέψει στη ρουτίνα του, αλλά η Δάφνη ήταν παντού. Στον καφέ που έπινε, στη μουσική που άκουγε, ακόμα και στα αστεία που του έλεγαν οι συνάδελφοι.
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Το χιούμορ, σαν φίλος που τον είχε εγκαταλείψει, άρχισε να επιστρέφει, όχι όμως ως ασπίδα πια, αλλά ως όπλο της κατάθλιψης. Μια μέρα, στο σούπερ μάρκετ, η Αγγελική του ζήτησε να αγοράσει γάλα. Ο Σπύρος, χαμένος στις σκέψεις του για τη Δάφνη, πήρε κατά λάθος γάλα βρώμης.
«Σπύρο, τι είναι αυτό;» τον ρώτησε η Αγγελική, σηκώνοντας το φρύδι. «Είναι γάλα βρώμης. Δεν πίνουμε τέτοια.»
Ο Σπύρος την κοίταξε με ένα κενό βλέμμα και είπε με μια μονότονη φωνή: «Είναι για να θυμάμαι πόσο άβροχη είναι η ζωή μου πια. Αφού δεν έχω τη Δάφνη, τουλάχιστον να έχω γάλα χωρίς λακτόζη. Γιατί, ξέρεις, η λακτόζη είναι σαν την αγάπη. Σε φουσκώνει, και μετά σε πονάει.»
Η Αγγελική τον κοίταξε απορημένη, σίγουρη ότι ο άντρας της είχε χάσει το μυαλό του. Ο Σπύρος, όμως, ένιωσε μια πικρή ικανοποίηση. Το χιούμορ του είχε γίνει μαύρο, αυτοσαρκαστικό, μια άμυνα απέναντι στον ανεκπλήρωτο πόνο. Όταν οι φίλοι του τον ρωτούσαν πώς πήγε μια δουλειά, απαντούσε: «Πήγε τόσο καλά, όσο ένας παντρεμένος άντρας που προσπαθεί να έχει σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα. Δηλαδή, πήρε και δεν πήρε.»
Κάθε φορά που έβλεπε ένα ζευγάλο ερωτευμένο, χαμογελούσε πικρά. «Να δω πότε θα βρουν κι αυτοί τη δική τους "Δάφνη". Τότε θα καταλάβουν τι σημαίνει να γελάς μέχρι να κλάψεις… και να κλαις μέχρι να αρχίσεις να αστειεύεσαι με την ίδια σου τη δυστυχία.»

Μπρίστολ: Το Φιλί της Τύχης και η Αδιόρατη Υπόσχεση
Πέρασαν δύο χρόνια. Ο Σπύρος είχε μάθει να ζει με το «σχεδόν» και το πικρό του χιούμορ. Η ζωή του είχε επιστρέψει σε μια παράξενη κανονικότητα, αλλά η σκιά της Δάφνης παρέμενε, μια αόρατη αύρα. Μια μέρα, ένα επαγγελματικό ταξίδι τον έφερε στο Μπρίστολ της Μεγάλης Βρετανίας. Η πόλη ήταν βροχερή, γκρίζα, σαν τις σκέψεις του.
Είχε τελειώσει τις υποχρεώσεις του και περπατούσε χαλαρά στην περίφημη γέφυρα Clifton Suspension Bridge, θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική και το ποτάμι Avon από κάτω. Ο αέρας ήταν ψυχρός και τα χέρια του χωμένα στις τσέπες. Ξαφνικά, καθώς έβγαζε το κινητό του για μια φωτογραφία, σκάλωσε σε μια λακκούβα και παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Ένα βιβλίο που κρατούσε, μια παλιά, σκισμένη έκδοση ποίησης, του έπεσε από τα χέρια και άρχισε να κυλάει προς την άκρη της γέφυρας, απειλώντας να πέσει στο κενό.
«Όχι!» αναφώνησε, τρέχοντας να το προλάβει. Την ίδια στιγμή, μια γυναικεία φιγούρα, με ένα χρωματιστό φουλάρι που ανέμιζε στον αέρα, έπεσε κι αυτή για να πιάσει το βιβλίο. Τα χέρια τους συναντήθηκαν πάνω στο βιβλίο, λίγα μόλις εκατοστά πριν την άκρη.
Ο Σπύρος σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια του μεγάλωσαν. Ήταν η Δάφνη. Τα δικά της μάτια, πάλι, άλλαζαν χρώμα, από έκπληξη σε αμηχανία, και μετά σε ένα αχνό χαμόγελο.
«Σπύρο; Εσύ εδώ;» ψιθύρισε, με τη φωνή της να έχει ακόμα εκείνη τη γλυκιά, νευρική χροιά.
«Δάφνη; Εσύ; Τι κάνεις στο Μπρίστολ;» Η έκπληξη τον είχε μουδιάσει.
Και τότε, συνέβη το κωμικοτραγικό. Καθώς και οι δύο είχαν σκύψει για το βιβλίο και τα χέρια τους ήταν ακόμα ενωμένα πάνω του, ένας περαστικός τουρίστας, με μια τεράστια φωτογραφική μηχανή, προσπαθώντας να πιάσει την τέλεια λήψη της γέφυρας, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και έπεσε πάνω τους με φόρα.
Οι τρεις τους βρέθηκαν στο έδαφος, ο Σπύρος και η Δάφνη ο ένας πάνω στον άλλον, με το βιβλίο σφιχτά ανάμεσά τους, και τον τουρίστα από πάνω τους, να μουρμουρίζει απολογίες σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Η Δάφνη, που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από το σοκ της επανένωσης, ξέσπασε σε ένα τσιριχτό γέλιο. Ένα γέλιο που ήταν μισό ανακούφιση, μισό υστερία. «Είναι… είναι το δικό μας happy ending, Σπύρο,» είπε, προσπαθώντας να αναπνεύσει. «Πάντα ένα τρίτο πρόσωπο ανάμεσά μας, ακόμα κι στην πιο ρομαντική μας στιγμή!»
Ο Σπύρος, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, νιώθοντας τα γηρατειά να τον χτυπάνε, την κοίταξε. Το χιούμορ είχε επιστρέψει. Όχι το πικρό, όχι το αυτοσαρκαστικό, αλλά αυτό το παράλογο, το αναπάντεχο χιούμορ που μοιράζονταν μόνο αυτοί.
«Είναι η μοίρα μας, Δάφνη,» της είπε, και τότε, και αυτός ξέσπασε σε γέλια. «Ακόμα και να μας ενώνει ένας γάμος… όχι ο δικός μας, αλλά αυτός του τουρίστα με το πεζοδρόμιο.»
Ο τουρίστας, που επιτέλους είχε καταφέρει να σηκωθεί, κοίταξε το ζευγάρι που γελούσε υστερικά στο έδαφος, και απλώς έγνεψε, νομίζοντας ότι ήταν κάποια ιδιόμορφη βρετανική παράδοση.
Ο Σπύρος και η Δάφνη σηκώθηκαν, σκονίζοντας τα ρούχα τους. Κράτησαν το βιβλίο ανάμεσά τους για μια στιγμή. «Λοιπόν,» είπε η Δάφνη, «το "σχεδόν" μας είχε ένα πολύ κωμικό επίλογο, δεν νομίζεις;»
Ο Σπύρος χαμογέλασε, ένα γνήσιο, ζεστό χαμόγελο αυτή τη φορά. «Νομίζω πως η ζωή έχει το δικό της τρόπο να μας υπενθυμίζει ότι το δράμα μπορεί να κρύβει ένα καλό αστείο. Ακόμα κι αν αυτό το αστείο μας βρίσκει πεσμένους στο έδαφος, κάτω από μια γέφυρα στο Μπρίστολ.»
Τα χέρια τους άφησαν το βιβλίο, αλλά παρέμειναν ενωμένα για μια στιγμή, ένα άγγιγμα που κράτησε περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, λιγότερο απ' όσο ήθελαν. Οι ματιές τους συναντήθηκαν ξανά. Μέσα στα μάτια του άλλου, είδαν όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και μια αχνή, αδιόρατη υπόσχεση.
Και τότε, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, σαν να τους έσπρωξε μια αόρατη δύναμη, τα χείλη τους βρέθηκαν. Ένα παθιασμένο, ερωτικό φιλί, που διήρκεσε μόνο μια στιγμή, αλλά συμπύκνωσε όλο το ανεκπλήρωτο, όλο το «σχεδόν» των τελευταίων ετών. Ήταν ένα φιλί απελπισίας και ελπίδας, μια τελευταία έκρηξη του πόθου που δεν είχε σβήσει ποτέ. Όταν απομακρύνθηκαν, τα μάτια τους ήταν υγρά, αλλά και γεμάτα μια αναγνώριση.
«Ίσως, Σπύρο,» ψιθύρισε η Δάφνη, με μια θλίψη που σκίασε το γέλιο, «Ίσως κάποτε, η ζωή να έχει κι ένα άλλο αστείο για μας. Ένα που να μην έχει "σχεδόν" μέσα του.»
Ο Σπύρος έσφιξε το χέρι της ελαφρά. Δεν υπήρχαν λόγια, μόνο η σιωπή που άφηνε χώρο για το άγνωστο. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά πάνω στη γέφυρα, σαν να τους προέτρεπε να προχωρήσουν, ο καθένας στον δικό του δρόμο, αλλά με την αόρατη κλωστή του «ίσως» να τους συνδέει ακόμα, κάπου, κάποτε, σε ένα μέλλον που κανείς τους δεν τολμούσε να ονομάσει.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής
Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα του 2025, όπου το σούπερ μάρκετ έχει μετατραπεί σε στίβο μάχης, ο λογαριασμός του ρεύματος μοιάζει με λογαριασμό αεροπλάνου και η βενζίνη είναι πιο πολύτιμη από το νέκταρ των θεών. Σε αυτή τη συναρπαστική εποχή της ακρίβειας, όπου κάθε ευρώ κάνει απεγνωσμένες πιρουέτες για να μην εξαφανιστεί, εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες,...
Μαύρες Ψυχές: Η Σιωπηλή Κραυγή
Η Ελπίδα, μια νεαρή ζωγράφος με μάτια γεμάτα μελαγχολία, περιπλανιόταν στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης, όπου οι σκιές χόρευαν σαν φαντάσματα. Οι στίχοι από τις «Μαύρες Ψυχές», σαν μια μελωδία θλίψης, αντηχούσαν στο μυαλό της, καθώς σχεδόν καθημερινά σκοντάφτε σε "μαύρες ψυχές" - ανθρώπους γεμάτους πικρία και απογοήτευση. Κάθε βλέμμα, κάθε λέξη,...
Μία Επιπλέον Μέρα
«Η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενώ είσαι απασχολημένος κάνοντας άλλα σχέδια.» - Τζον Λένον.
Η φόνισσα της Φιγαλίας
Στη σιωπηλή αγκαλιά της νύχτας, το φεγγάρι έλουζε με το απαλό του φως το αρχοντικό της πιο πλούσιας οικογένειας της Φιγαλίας. Στα ψηλά παράθυρα του, οι κουρτίνες λίκνιζαν σαν φαντάσματα, κρύβοντας μυστικά και φόβους της Αρχόντισσάς του σπιτιού την Άρτεμη, μιας γυναίκας με ομορφιά που θύμιζε αρχαίο άγαλμα, με μάτια γαλανά που έκρυβαν τη θλίψη βαθιά...
Ξέρετε τι γίνεται όταν αποβιβάζεται ο κόσμος από τα στενά, δίπορτα λεωφορεία σε κεντρικούς σταθμούς του μετρό. Το πατείς με πατώ σε. Βιάζονται όλοι να μπουν πριν βγουν οι προηγούμενοι. Χαϊμός. Χαλασμός κόσμου. Εκεί πάνω στην πολυκοσμία βέβαια, στο στριμωξίδι, στο γαμοσταυρίδι και με τα νεύρα τσατάλι, ανθούν δύο φρούτα «εδώδιμα – αποικιακά»: οι...
⚊ Moments of art and life
Δημοφιλείς δημοσιεύσεις

Δείτε την ενότητα μας: Αποφθέγματα
Αποφθέγματα, γνωμικά, ρήσεις και παροιμίες από όλες τις γωνιές του κόσμου

Δείτε την ενότητα μας: 7η Τέχνη
Κριτική και παρουσίαση τηλεοπτικών σειρών και ταινιών μεγάλου μήκους

Από τον Νοέμβριο του 2017 έως Σήμερα
Δείτε την ενότητα μας: Tα καλύτερα του Moments Blog
● Οι κορυφαίες δημοσιεύσεις των συνεργατών του Μoments blog που λάτρεψαν οι αναγνώστες μας όλα αυτά τα χρόνια.
