Η μουσική έφευγε μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας σαν καπνός∙ το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας λύγιζε τις καρδιές, έτρεμε στο τσιμέντο, έμπαινε στο στέρνο σαν δεύτερος χτύπος. Μπάσα, φωνές, γέλια, χαμηλές συζητήσεις — όλα μπερδεμένα, όλα στο ίδιο ύψος με τη νύχτα. Κι εμείς έξω ακουμπισμένοι σε ένα υγρό κρύο μουχλιασμένο τοίχο.

Στεκόσουν μπροστά μου και μια λεπτή αντανάκλαση από τα φώτα του δρόμου γλιστρούσε πάνω στα γυαλιά σου. Σε έκανε να μοιάζεις σαν να έκρυβες δύο μικρές θάλασσες πίσω από τους φακούς — όχι μεγάλες, όχι άγριες∙ αυτές οι ήσυχες που, αν τις κοιτάξεις πολύ, χάνεις τον προσανατολισμό σου.

Έσκυψες ελάχιστα, κι ένιωσα τη σκιά σου να με αγκαλιάζει για μια στιγμή— η παρουσία σου μυστηριώδης, με αέρα, με εκείνο το κάτι που με έκανε να ξεχνάω πού βρίσκομαι.

Μια τούφα έπεσε μπροστά στο πρόσωπό σου. Εκείνο το απαλό καστανό που γυάλιζε σαν χρυσό στο φως. Την έσπρωξες πίσω με το χέρι, και για μια στιγμή νόμισα ότι ολόκληρος ο κόσμος παραμέριζε μαζί της.

Γέλασες ελαφρά — πάντα γελούσες έτσι όταν δίσταζες. Κι εκείνο το χαμηλό σου γέλιο έκανε τους φακούς σου να θολώσουν για μια στιγμή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό με άγγιξε περισσότερο απ’ οτιδήποτε είχες κάνει μέχρι τότε.

Πλησίασες. Η ανάσα σου πέρασε κοντά απ’ το μάγουλό μου, ζεστή, σχεδόν νευρική. Δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ σε ήθελα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν σαν να μετρήθηκε απότομα όλο το ύψος σου, όλη η απόσταση που μας χώριζε, όλη η ένταση που είχαμε αποφύγει να ομολογήσουμε.

Όταν άπλωσες το χέρι σου και πιάστηκες από τον γιακά μου, ένιωσα τα δάχτυλά σου να τρέμουν ελάχιστα — σαν να προσπαθούσες να σταθεροποιήσεις κάτι μέσα σου. Τα γυαλιά σου γλίστρησαν λίγο στη μύτη από την κίνηση, και τότε είδα καθαρά το βλέμμα σου, χωρίς το λεπτό γυαλί ανάμεσα.

Ήταν αυτό το βλέμμα που με τελείωσε. Όχι η απόσταση, όχι το άγγιγμα, όχι το φιλί. Το βλέμμα σου, που είχε πάρει μια βαθιά, σχεδόν διάφανη απόχρωση του γαλάζιου — σαν να έμπαινε όλη η νύχτα μέσα του και να καθρεφτιζόταν εκεί πίσω.

Κι όταν με φίλησες, δεν ένιωσα χείλη. Ένιωσα ύψος, ανάσα, θάρρος, χρόνια που δεν ζήσαμε, φως που έσπαγε πάνω στους φακούς σου. Ένιωσα έναν κόσμο που άνοιγε μόνο για μια στιγμή.

Κι από τότε… η μνήμη μου δεν θυμάται το πρόσωπό σου όπως ήταν. Το θυμάται όπως με κοίταξες.

Και τότε έκανες αυτό που δεν περίμενα. Όχι πίσω, όχι μέσα στο club. Προς τον δρόμο. Έστρεψες το σώμα σου με μια κίνηση μικρή, καθαρή, σαν να μην άφηνε περιθώρια σε τίποτα. «Πρέπει να φύγω…» είπες τόσο χαμηλά που σχεδόν μπερδεύτηκε η φωνή σου με το ζεϊμπέκικο.

Έκανες το πρώτο βήμα — αυτό το πρώτο που πάντα πονάει πιο πολύ απ’ όλα τα επόμενα. Το δεύτερο ήταν πιο σιωπηλό. Το τρίτο ακόμη περισσότερο. Δεν γύρισες. Ούτε μια φορά. Ούτε μισή.

Τα φώτα του δρόμου έπεφταν πάνω στα γυαλιά σου καθώς απομακρυνόσουν, και το μικρό γαλάζιο που καθρεφτιζόταν σε κάθε κίνηση ήταν σαν σημάδι: η τελευταία πραότητα αυτής της νύχτας που εξατμιζόταν μπροστά μου.

Έμεινα ακουμπισμένος στον τοίχο — στον ίδιο υγρό, κρύο, μουχλιασμένο τοίχο που πριν στηρίζαμε και οι δύο. Κι ένιωσα ένα κενό που δεν είχα ξανανιώσει. Παράλογο, αδικαιολόγητο, αλλά αληθινό.

Ήταν ο πρώτος μου πόνος αποχωρισμού. Όχι από σχέση. Όχι από ιστορία που χτίστηκε και χάλασε. Από μια στιγμή μικρή, που έγινε μεγαλύτερη από ό,τι είχε δικαίωμα να γίνει.

Κοίταξα τη γωνία όπου χάθηκες. Πριν λίγο ήταν απλώς ένα σημείο του δρόμου∙ τώρα είχε γίνει ένα σημείο μέσα μου. Το ζεϊμπέκικο συνέχισε να παίζει, αλλά δεν το άκουγα πια. Το μόνο που άκουγα ήταν αυτός ο αθόρυβος πόνος — ο πόνος που αφήνει το σχήμα του ανθρώπου που φεύγει. Όχι πάνω στον δρόμο· μέσα σου.