Στην άκρη, μια μικρή παρέα είχε ανάψει φωτιά. Οι φλόγες έκαναν τα πρόσωπα να λαμπυρίζουν, ενώ οι σκιές έπαιζαν πάνω στα βράχια και στα γειτονικά φοινικόδεντρα. Από μακριά, τα φώτα του λιμανιού έμοιαζαν με ασημένια κοχύλια ριγμένα στο σκοτάδι.
Και τότε την είδε. Η Ντομί στεκόταν λίγο πιο πέρα, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί, με το βλέμμα της στραμμένο στη θάλασσα.
Για μια στιγμή ο χρόνος λύγισε. Ούτε οι φλόγες ούτε η μουσική μπορούσαν να καλύψουν τον χτύπο της καρδιάς του. Εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και χαμογέλασε — σαν να τον περίμενε.
Πλησίασε. Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια.
«Σου χρωστάω έναν Αύγουστο», της είπε ο Μαβί με φωνή που έτρεμε.
Κι εκείνη, αγγίζοντάς του το χέρι, απάντησε:
«Αυτός εδώ είναι ο δικός μας».
Η νύχτα στο Κάλιαρι τους τύλιξε απαλά, σαν χάδι στην αγκαλιά της. Ο άνεμος από τη θάλασσα μύριζε αλμύρα και γιασεμί, ενώ τα κύματα έκαναν χαμηλό, μεθυστικό μουσικό υπόκρουσμα. Ο Μαβί τράβηξε απαλά τη Ντομί κοντά του, κι εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, αφήνοντας τη σιωπή να μιλήσει αντί για λέξεις.
Τα χείλη τους συναντήθηκαν σε ένα φιλί γεμάτο χρόνια νοσταλγίας και πάθος. Η φωτιά έπαιζε με τις σκιές πάνω στο δέρμα τους, κάνοντας κάθε άγγιγμα να μοιάζει σαν χορός φλόγας και σκοταδιού. Τα χέρια τους περιπλανήθηκαν απαλά, σαν να επανασυστήνονταν, ενώ η θάλασσα γύρω τους συνέχιζε να ανασαίνει, προσθέτοντας έναν αργό, μεθυστικό ρυθμό στην ένταση που μοιράζονταν.
Κανείς δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε — μόνο ότι το χρέος είχε μεταμορφωθεί σε αρχή, και κάθε άγγιγμα, κάθε ψίθυρος, ήταν υπόσχεση για ένα Αύγουστο που ανήκε πια μόνο σ' αυτούς.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής