Το καλοκαίρι είχε ντύσει το Παρίσι με μιαν άχνη λάμψη, σαν να 'χε βυθίσει η πόλη τα πεζοδρόμιά της σε χρυσό φως που έλιωνε πάνω στις πέτρες. Οι τουρίστες συνέρρεαν στα καφέ, τα αμάξια βουτούσαν σε κύματα θερμότητας, κι όμως, για τον Μισελουί και τη Βικτουάρ, όλα τούτα έμοιαζαν μακρινά, σαν σκηνικό θεάτρου που δεν τους αφορούσε.
Εκείνοι βάδιζαν σε ένα δρομάκι του Σεν-Ζερμέν, με τους τοίχους να υψώνονται γύρω τους σαν πέτρινοι φύλακες ενός μυστικού που δεν μπορούσε να μείνει κρυφό για πάντα. Τα βήματά τους αντηχούσαν πάνω στα λιθόστρωτα, σπάζοντας τη σιωπή που, αντί να φέρνει ηρεμία, σκέπαζε τους δυο τους με ένα βάρος σχεδόν ιερό.
Η Βικτουάρ είχε το βλέμμα χαμηλωμένο, λες κι οι σκιές που έπεφταν από τα παράθυρα πάνω στο δρόμο της έδεναν τα μάτια. Στο πρόσωπό της έπαιζε μια παράξενη θλίψη∙ ένα μείγμα αμφιβολίας και λαχτάρας που έκανε τον Μισελουί να νιώθει πως βρισκόταν στην άκρη μιας άβυσσου.
Στάθηκαν μπροστά σε μια κλειστή εκκλησία. Η βαριά πόρτα με τα σιδερένια καρφιά έμοιαζε σαν σύνορο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, κι εκείνος, μαζεύοντας το κουράγιο του, έσπασε πρώτος τη σιωπή.
— «Δεν αντέχω άλλο να ζούμε στις σκιές. Θέλω να αφήσω τα πάντα πίσω… να χωρίσω, να είμαι μόνο μαζί σου.»
Η Βικτουάρ σήκωσε τα μάτια της. Σπινθήρες, σαν κεριά σε σκοτεινό παρεκκλήσι, έφεγγαν μέσα τους. Μα η φωνή της έτρεμε.
— «Μη το λες αυτό… σε παρακαλώ. Μη με βάζεις απέναντι στη γυναίκα σου. Δεν μπορώ να γίνω η αιτία που θα την καταστρέψεις.»
— «Μα είναι ήδη νεκρό αυτός ο γάμος. Είμαι ξένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Μόνο εσύ με κάνεις να ανασαίνω.»
Η Βικτουάρ έκανε ένα βήμα πίσω, σαν να την χτύπησε ξαφνικά ο ήλιος.
Τα χείλη της ψιθύρισαν:
— «Κι όμως… με πληγώνεις. Γιατί μου ζητάς να πατήσω σε μια προδοσία που δεν αντέχω να κουβαλήσω; Και, εξάλλου… ποτέ δεν θα σε δεχτούν οι δικοί μου. Σε θεωρούν μίασμα, μια σκιά που δεν ανήκει στον κόσμο τους…»
Η σιωπή τους σκέπασε η βοή των καμπάνων που ήρθε από μακριά. Ο Μισελουί κατέβασε το βλέμμα, η καρδιά του να χτυπάει σαν σκιές που σέρνονται σε άδειο παρεκκλήσι, βαριές και άφωνες.
Η Βικτουάρ γύρισε αργά, το βήμα της σταθερό σαν να ακολουθούσε μονοπάτι που είχε ήδη χαραχθεί. Ο άνεμος σήκωσε μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά της και την έφερε στιγμιαία στο πρόσωπό του, προτού χαθεί στο σκοτάδι του δρόμου.
Κι έτσι, το μεγάλο ρήγμα ανάμεσά τους χαράχτηκε σαν πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ.
Δημιουργός: Ζεχερλής Μιχάλης