ΠΑ-τέρας
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
Σκληροί άνθρωποι,
Ζυμωμένοι με το αίμα,
Σάρκες ξεσκισμένες
Από τους πολέμους…
Τι περιμένεις;
Όχι, δεν τους δικαιολογώ.
Απλώς, προσπαθώ να
Κατακτήσω, να κατανοήσω,
Να καταλάβω – έστω – την
Ανθρώπινη συνθήκη…
*
(Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο
Με μεγάλες εξάρσεις.
Έχεις όμως την εντύπωση πως
Δεν μιλάει στον εαυτό του ή
Για τον εαυτό του, αλλά
Για κάποιον άλλονε
Που δεν του μοιάζει).
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
«Ἐκειός, ποὺ ἀκούει καὶ
τὴ δροσιὰ ποὺ στάει,
» Βλέπει τὰ βάσανά μου, καὶ βογγάει.»
*
Σταθῆτ᾿ ἐκεῖ· δὲ σᾶς
ξυπνάει στὸν λάκκον
Ἡ κραυγὴ τῶν σκυλιῶν καὶ τῶν κοράκων.
*
Ἀπ᾿ ἕνα εἰς ἄλλο στοχασμὸ
πηγαίνει·
εἶναι ὁ νοῦς του ἔρμος κόσμος ποὺ
χαλιέται.
*
Αὐτοκίνητες πάντα ἀνοιγοκλειοῦνε
οἱ τρεῖς θύρες καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε.
*
Ἔτσι ὁ φονιᾶς ποὺ
κρίματα ἔχει πλήθια,
ἐὰν φθάσει καὶ τοῦ κλείσει ὕπνος τὸ μάτι,
βγαίνουν μαζὶ καὶ τοῦ πατοῦν τὰ στήθια
οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἷμα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμνὸς πετιέται ὀχ τὸ ζεστὸ κρεβάτι,
κι ἔχει τόση μαυρίλα ὁ λογισμός του,
ποὺ μὲ μάτια ἀνοιχτὰ τοὺς βλέπει ὀμπρός
του.
*
Καὶ εἰς τὸ κῦμα, ποὺ βλέπει ὡς τὸν καθρέφτη,
Ξανακοιτάει, χαμογελάει, καὶ πέφτει.
Καὶ βλέπει μέσα στὰ νερὰ καθάρια,
Ἄλλος λάμπει οὐρανός, ἄλλα κλωνάρια.
«Σκύφτω ἐδῶ μέσα, καὶ ξανοίγω ὀμπρός μου
Ἀναπάντεχα μέρη ἀλλουνοῦ κόσμου.»
*
Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις.
Όχι, το τέλος το ξέρω.
Μισό μέτρο κάτω από το χώμα
με μια χούφτα λάσπη στο στόμα.
«Μόνο μια κακία μένει».
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
[1] Πηγή: https://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/dionysios_solwmos/o_lampros.htm
Ανάκτηση 3/1/2020.
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως...
«Ό,τι γίνεται εκ του φυσικού είναι καλύτερο» έλεγε ο θυμόσοφος Γιάννης Τσαρούχης, όπως μου μετέδωσε ο δάσκαλός μου Γιώργος Χρονάς που θήτευσε δίπλα του.
Άθεος από μικρός, από άθεους γονείς, μεροκαματιάρηδες. Υλιστές δεν θα τους έλεγες. Όχι. Ήτανε πάντα ανοικτή η πόρτα τους. Κι από το υστέρημά του «φίλευαν» ξένους και περαστικούς. Όποιος είχε ανάγκη εύρισκε στο σπίτι τους στέγη και θαλπωρή.