Συνομιλώντας με τη Σκιά μου

2025-07-09
Font Awesome 1 Icons W3.CSS

◼ Λογοτεχνική σειρά διηγημάτων: Κλεφτές ματιές

Δεν θυμάμαι πότε άρχισε να μου μιλάει. Ίσως μια μέρα που ο ήλιος δεν ανέτειλε όπως έπρεπε, ή μια νύχτα που ο ύπνος αρνήθηκε να με πάρει μαζί του. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν η φαντασία μου. Ένας ψίθυρος που έμοιαζε με τη φωνή μου, αλλά με περισσότερη ειρωνεία. Ένας καθρέφτης δίχως είδωλο, μια σιλουέτα δίχως φως.

— Πάλι εδώ, ε;

— Εσύ είσαι... εγώ;

— Όχι. Είμαι αυτό που δεν θες να είσαι. Είμαι αυτά που κατάπιες, που έκρυψες, που φοβήθηκες. Η σκιά σου.

Δεν ήξερα αν έπρεπε να τρέξω ή να μείνω. Ένιωθα, ωστόσο, πως όσο την απέφευγα, τόσο μεγάλωνε. Όσο έκανα πως δεν την ακούω, τόσο πιο καθαρά μιλούσε.

— Δεν βαρέθηκες να προσποιείσαι; Να είσαι "κανονικός"; Να γελάς όταν δεν έχεις λόγο;

— Είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχω.

— Όχι. Είναι ο μόνος τρόπος να εξαφανίζεσαι.

Οι κουβέντες μας έγιναν συνήθεια. Καθημερινές, σχεδόν τελετουργικές. Στα φανάρια, στον καθρέφτη του μπάνιου, πριν κοιμηθώ. Πάντα με την ίδια φωνή — όχι οργισμένη, μα σταθερή. Και πάντα με το ίδιο ερώτημα:

— Πότε θα σταματήσεις να φοβάσαι αυτό που είσαι;

Δεν απαντούσα. Όχι από αδιαφορία, αλλά από άγνοια. Ποιος ήμουν, στ' αλήθεια; Αυτός που έδειχνα; Αυτός που απέφευγα; Ή εκείνος που μιλούσε στη σκιά;

Μια μέρα, σε έναν διάδρομο γραφείου, την είδα ξεκάθαρα. Όχι ως αντανάκλαση — αλλά σαν παρουσία. Είχε τα μάτια μου, αλλά όχι τον δισταγμό. Τη φωνή μου, αλλά όχι το τρέμουλο. Με κοίταξε ήσυχα.

— Δεν ήρθα για να σε καταστρέψω. Ήρθα για να σε ενώσω.

Τότε κατάλαβα. Η σκιά μου δεν ήταν εχθρός. Ήταν το κομμάτι που δεν ήθελα να κουβαλάω, αλλά χωρίς αυτό δεν περπατούσα σωστά. Ήταν το παρελθόν που ήθελα να ξεχάσω, μα χωρίς αυτό δεν ήξερα πού πάω. Η σκιά μου ήμουν εγώ — αλλά ολόκληρος.

Έκλεισα τα μάτια. Και όταν τα άνοιξα, δεν μιλούσε πια. Ή μάλλον... δεν χρειαζόταν. Είχα αρχίσει επιτέλους να την ακούω από μέσα μου.

Κεφάλαιο 2: Στη Σιωπή του Μπρίστολ

Ο Σπύρος είχε φτάσει στο Μπρίστολ ένα απόγευμα με ψιλόβροχο. Το είδος της βροχής που δεν χρειάζεται να πέσει καταρρακτωδώς για να σε διαποτίσει· φτάνει η επιμονή της. Όπως και οι σκέψεις του.

Η μετάβαση δεν ήταν μόνο γεωγραφική. Έφυγε από μια χώρα που τον ήξερε πολύ για να βρεθεί σε μια πόλη που δεν τον ήξερε καθόλου. Και όμως, η σκιά του τον ακολούθησε. Πιο ήσυχη, πιο σίγουρη. Στο Μπρίστολ, δεν χρειαζόταν να κρύβεται. Στην ξενότητα, κανείς δεν ρωτάει πολλά.

Έμενε σε ένα παλιό διαμέρισμα κοντά στο λιμάνι. Ξύλινα πατώματα που έτριζαν, τοίχοι με υγρασία και ένα παράθυρο που κοίταζε απευθείας σε μια στενή αυλή. Εκεί έβλεπε τη σκιά του πιο καθαρά από ποτέ.

— Ξέρεις γιατί σε έφερα εδώ;

— Νόμιζα πως εγώ αποφάσισα να φύγω.

— Κανείς δεν φεύγει από τον εαυτό του. Μόνο αλλάζει φόντο για να δει πιο καθαρά.

Η φωνή της δεν ήταν πια ψίθυρος. Είχε αποκτήσει ρυθμό. Έλεγε λιγότερα, μα σήμαινε περισσότερα.

Τα βράδια ο Σπύρος περπατούσε στις γέφυρες, δίπλα στον ποταμό Avon. Στο νερό, έβλεπε το είδωλό του να παραμορφώνεται, να στροβιλίζεται — και η σκιά να τον κοιτάζει από κάτω, όχι πίσω. Δεν ήταν πια πίσω του· τον περίμενε.

Ένα βράδυ, μπήκε σε μια μικρή παμπ, απ' αυτές που έχουν χαμηλό φωτισμό και βιβλιοθήκες με βιβλία που κανείς δεν διαβάζει. Κάθισε μόνος του στη γωνία. Εκείνη τον περίμενε ήδη.

— Εδώ σε βρίσκω πιο ανθρώπινο, του είπε.

— Εδώ δεν με ξέρει κανείς. Μπορώ να υπάρχω χωρίς ρόλο.

— Ή ίσως... επειδή εδώ δεν χρειάζεται να υποδύεσαι, επιτέλους μπορείς να είσαι.

Ο Σπυρίδων σιώπησε. Ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα του και κοίταξε το ποτήρι. Εκείνη καθόταν απέναντί του, χωρίς σώμα, χωρίς πρόσωπο — μα παρούσα. Ήταν ο εαυτός του πριν τις ενοχές. Ο εαυτός του πριν ξεχάσει να ρωτάει γιατί, κι άρχισε να ζει μόνο με το πρέπει.

Έξω, το Μπρίστολ βυθιζόταν στην ομίχλη. Μέσα, για πρώτη φορά, εκείνος ένιωθε καθαρός.

Κεφάλαιο 3: Το Όνομα που Δεν Ξέχασε

Η νύχτα είχε πέσει νωρίς στο Μπρίστολ. Ο Σπύρος που το πραγματικό του όνομα ήταν Σπυρίδων περπατούσε μόνος, χωρίς προορισμό, κρατώντας τον γιακά του παλτού του κλειστό, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει κάτι μέσα του. Πίσω του, σχεδόν δίπλα του, περπατούσε η σκιά. Όχι στο έδαφος – μέσα του.

— Θυμάσαι τη Ντοντό;

— Μην αρχίζεις.

— Α, όχι, μη θυμώνεις. Δεν είμαι εγώ που της έδωσα τα πάντα για ένα "ίσως".

Ο Σπύρος κοντοστάθηκε μπροστά σε μια παλιά βιτρίνα βιβλιοπωλείου. Το τζάμι ήταν θαμπό, αλλά μπορούσε να δει το είδωλό του — και τη σκιά του, καθαρότερη από ποτέ.

— Δεν ήταν "ίσως", είπε ήρεμα. Ήταν ελπίδα.

— Και τι σου έμεινε; Μια ελπίδα που έφυγε με το πρώτο αεροπλάνο.

— Την αγάπησα.

— Αγάπησες το ιδανικό της, όχι εκείνη. Αν την έβλεπες όπως ήταν, δεν θα είχες γονατίσει. Ούτε θα είχες πουλήσει τη μηχανή σου, ούτε θα είχες διαλύσει εκείνη τη δουλειά που πήγαινε να σε σώσει.

Ο πόνος ανέβηκε στο στέρνο του σαν φλόγα. Πόσο κόστισε αυτή η αγάπη; Πόσες μέρες ξαγρύπνιας, πόσες επιστολές χωρίς απάντηση, πόσες επιστροφές με άδεια χέρια;

— Σου έδωσε ένα χαμόγελο κι εσύ το πλήρωσες με χρόνια, τον τσίγκλησε η σκιά.

— Και τι θες; Να μετανιώσω;

— Θέλω να θυμηθείς. Όχι με ρομαντισμό. Με αλήθεια.

Έγειρε σε ένα παγκάκι στην πλατεία Queen Square. Το φανάρι έριχνε το φως λοξά, και η σκιά του διαγραφόταν ψηλά στον τοίχο απέναντι. Καθόταν εκεί σαν μορφή οικεία, αλλά και καταγγελτική.

— Δεν με πονάει που δεν την έχω πια. Με πονάει που δεν ήμουν ποτέ αρκετός.

— Όχι, Σπυρίδων. Δεν ήσουν ποτέ ειλικρινής με σένα. Και της έδωσες κάτι που δεν είχες ολοκληρωμένο. Ένα κομμάτι σου. Εγώ είμαι το υπόλοιπο.

Ένα αεράκι πέρασε και σήκωσε τα ξερά φύλλα. Ο Σπυρίδων ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα: ότι αυτός ο σαρκασμός δεν ήταν για να τον πληγώσει, αλλά για να τον λυτρώσει.

— Δηλαδή τι θες;

— Να σταματήσεις να με διώχνεις. Να δεις το παρελθόν σου χωρίς λαχτάρα και χωρίς μίσος. Να το αποδεχτείς όπως είναι. Εμένα όπως είμαι.

Ο Σπύρος σηκώθηκε. Το φανάρι έσβησε για λίγο και η σκιά χάθηκε. Μα δεν τρόμαξε. Για πρώτη φορά, δεν ένιωσε μόνος. Για πρώτη φορά, το "γιατί" της απώλειας είχε γίνει φωνή. Και η φωνή, είχε γίνει βήμα προς τα μπρος.

Κεφάλαιο 4: Ό,τι Μένει Μέσα

Το βράδυ εκείνο, ο Σπύρος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η πόλη του Μπρίστολ έξω σωπαλή, αλλά μέσα του φώναζε. Ήταν από εκείνες τις νύχτες που τίποτα δεν συμβαίνει — κι όμως όλα επιστρέφουν. Κάθε ανάμνηση, κάθε ερώτηση που δεν έγινε, κάθε βλέμμα που αγνόησε.

Άνοιξε το παράθυρο του μικρού του δωματίου. Ο ψυχρός αέρας του Ιούλη τον χτύπησε στο πρόσωπο, σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει απ' αυτό που έκρυβε καιρό:

την πληγή που λέγεται Ντοντό.

— Ακόμη εκεί είσαι, ε;

Η σκιά του καθόταν στο περβάζι σαν παλιός φίλος που δεν προσκλήθηκε — αλλά πάντα έρχεται.

— Δεν μιλάμε γι' αυτήν, απάντησε ο Σπύρος.

— Εσύ δεν μιλάς. Εγώ φωνάζω. Από τότε.

— Την αγαπούσα.

— Όχι, την περίμενες. Σαν σωτηρία. Σαν απάντηση. Κι όταν δεν ήρθε, κατέρρευσες. Όχι γιατί σε άφησε. Αλλά γιατί δεν άντεξες να μη σε χρειάζεται.

Ο Σπύρος γύρισε απότομα.

— Δεν ξέρεις. Δεν ήσουν εκεί όταν έκλαιγε στα σκαλιά. Όταν μου είπε "θα σε πάρω αύριο" και δεν το έκανε ποτέ.

— Ήμουν. Ήμουν δίπλα σου. Κι έκλαψα πιο πολύ από σένα. Αλλά εγώ θυμάμαι και το πριν. Θυμάμαι πώς χαμογελούσες όταν την έβλεπες. Και πώς κοίταζες τον εαυτό σου όταν δεν σε κοίταζε πια εκείνη.

Μια ρωγμή άνοιξε στο στέρνο του. Όχι καινούργια — παλιά, ξεχασμένη. Ίσως ποτέ πραγματικά θεραπευμένη. Δεν ήταν μόνο η Ντοντό που έφυγε. Ήταν ο εαυτός του που δεν μπόρεσε να συγχωρήσει.

— Δεν είμαι πια εκείνος.

— Μα δεν έγινες άλλος. Έγινες βουβός.

— Ήθελα να τη σώσω.

— Όχι. Ήθελες να σώσεις ό,τι πίστευες ότι σου άξιζε. Κι όταν δεν μπόρεσες, πίστεψες πως δεν αξίζεις τίποτα.

Η σιωπή ξαφνικά έγινε βαριά. Ο Σπύρος ένιωσε το πάτωμα να τρίζει κάτω από τα βήματά του. Δεν ήταν η σκιά του που τον πλήγωνε. Ήταν ότι είχε δίκιο.

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Είδε τον εαυτό του — όχι όπως είναι, μα όπως έχει μείνει: μισός. Ο άλλος μισός ήταν πίσω, στο "αν είχε γίνει αλλιώς", στο "αν είχα πει κάτι ακόμα", στο "αν εκείνη...".

— Και τώρα; Τι κάνουμε; ψιθύρισε.

Η σκιά χαμογέλασε, σχεδόν συμπονετικά.

— Τώρα, αρχίζεις να λες την αλήθεια. Όχι σε μένα. Σε σένα.

Ο καθρέφτης θάμπωσε από την ανάσα του. Για μια στιγμή, δεν έβλεπε τίποτα. Ούτε τον εαυτό του. Ούτε τη σκιά του. Μόνο μια σιγή – αυτή τη βαθιά, εσωτερική σιγή που δεν σημαίνει γαλήνη αλλά εξάντληση.

Γύρισε αργά, πήγε στο παράθυρο και έκλεισε τα παντζούρια. Η νύχτα έμεινε έξω. Η σκιά, μέσα.

Κάθισε στην καρέκλα και άφησε το κεφάλι του να πέσει πίσω.

Δεν ήξερε αν θα κοιμηθεί. Δεν ήξερε αν θα ξυπνήσει κάπως αλλιώς. Μα για πρώτη φορά, δεν ήθελε απάντηση.

Ήθελε μόνο να σωπάσει. Να μην προσπαθήσει. Να αφήσει τη σκιά του να υπάρχει, χωρίς να την πολεμά.

Ίσως αυτό, τελικά, να ήταν το πιο δύσκολο απ' όλα.

Ίσως αυτό να ήταν το πρώτο βήμα.

Ή και το τελευταίο.




Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής

Font Awesome 1 Icons and Custom Component
  Πρόσφατες δημοσιεύσεις

⚊ Από τον κόσμο της λογοτεχνίας

Δεν θυμάμαι πότε άρχισε να μου μιλάει. Ίσως μια μέρα που ο ήλιος δεν ανέτειλε όπως έπρεπε, ή μια νύχτα που ο ύπνος αρνήθηκε να με πάρει μαζί του. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν η φαντασία μου. Ένας ψίθυρος που έμοιαζε με τη φωνή μου, αλλά με περισσότερη ειρωνεία. Ένας καθρέφτης δίχως είδωλο, μια σιλουέτα δίχως φως.

Ο Σπύρος, τριανταεπτά χρονών και παντρεμένος με δύο παιδιά, ένιωθε τη ζωή του να κυλάει σε ράγες. Ήταν σαν ένα καλά οργανωμένο γραφείο: κάθε φάκελος στη θέση του, κάθε εκκρεμότητα τακτοποιημένη. Η Αγγελική, η σύζυγος, ήταν ο σταθερός άξονας, η ρουτίνα η καθημερινή του παρηγοριά. Μέχρι που εμφανίστηκε η Δάφνη. Η Δάφνη δεν ήταν φάκελος. Ήταν ένα...

Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα του 2025, όπου το σούπερ μάρκετ έχει μετατραπεί σε στίβο μάχης, ο λογαριασμός του ρεύματος μοιάζει με λογαριασμό αεροπλάνου και η βενζίνη είναι πιο πολύτιμη από το νέκταρ των θεών. Σε αυτή τη συναρπαστική εποχή της ακρίβειας, όπου κάθε ευρώ κάνει απεγνωσμένες πιρουέτες για να μην εξαφανιστεί, εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες,...

Η Ελπίδα, μια νεαρή ζωγράφος με μάτια γεμάτα μελαγχολία, περιπλανιόταν στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης, όπου οι σκιές χόρευαν σαν φαντάσματα. Οι στίχοι από τις «Μαύρες Ψυχές», σαν μια μελωδία θλίψης, αντηχούσαν στο μυαλό της, καθώς σχεδόν καθημερινά σκοντάφτε σε "μαύρες ψυχές" - ανθρώπους γεμάτους πικρία και απογοήτευση. Κάθε βλέμμα, κάθε λέξη,...

«Η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενώ είσαι απασχολημένος κάνοντας άλλα σχέδια.» - Τζον Λένον.

Στη σιωπηλή αγκαλιά της νύχτας, το φεγγάρι έλουζε με το απαλό του φως το αρχοντικό της πιο πλούσιας οικογένειας της Φιγαλίας. Στα ψηλά παράθυρα του, οι κουρτίνες λίκνιζαν σαν φαντάσματα, κρύβοντας μυστικά και φόβους της Αρχόντισσάς του σπιτιού την Άρτεμη, μιας γυναίκας με ομορφιά που θύμιζε αρχαίο άγαλμα, με μάτια γαλανά που έκρυβαν τη θλίψη βαθιά...

Προτάσεις

Προτάσεις για εσάς


⚊ Μια σταγόνα έμπνευσης από τέχνη, σκέψη και λόγο.

Έμμετρη Ποίηση & Πεζογραφήματα από Moments112

Λογοτεχνήματα...

Κάρτες Moments

Δες και αυτά

Επιλεγμένα για εσάς

Επιλεγμένα για εσάς

Αποφθέγματα, Παροιμίες & 7η Τέχνη από Moments112

Μια τελευταία ματιά...

Επιλεγμένες αναρτήσεις με Αποφθέγματα, Γνωμικά, Παροιμίες, Παράξενες Ειδήσεις & Κινηματογραφικές Στιγμές..

Δημοφιλείς Ενότητες