Κεφάλαιο 2: Στη Σιωπή του Μπρίστολ
Ο Σπύρος είχε φτάσει στο Μπρίστολ ένα απόγευμα με
ψιλόβροχο. Το είδος της βροχής που δεν χρειάζεται να πέσει καταρρακτωδώς για να
σε διαποτίσει· φτάνει η επιμονή της. Όπως και οι σκέψεις του.
Η μετάβαση δεν ήταν μόνο γεωγραφική. Έφυγε από μια χώρα που
τον ήξερε πολύ για να βρεθεί σε μια πόλη που δεν τον ήξερε καθόλου. Και όμως, η
σκιά του τον ακολούθησε. Πιο ήσυχη, πιο σίγουρη. Στο Μπρίστολ, δεν χρειαζόταν
να κρύβεται. Στην ξενότητα, κανείς δεν ρωτάει πολλά.
Έμενε σε ένα παλιό διαμέρισμα κοντά στο λιμάνι. Ξύλινα
πατώματα που έτριζαν, τοίχοι με υγρασία και ένα παράθυρο που κοίταζε απευθείας
σε μια στενή αυλή. Εκεί έβλεπε τη σκιά του πιο καθαρά από ποτέ.
— Ξέρεις γιατί σε έφερα εδώ;
— Νόμιζα πως εγώ αποφάσισα να φύγω.
— Κανείς δεν φεύγει από τον εαυτό του. Μόνο αλλάζει φόντο
για να δει πιο καθαρά.
Η φωνή της δεν ήταν πια ψίθυρος. Είχε αποκτήσει ρυθμό. Έλεγε
λιγότερα, μα σήμαινε περισσότερα.
Τα βράδια ο Σπύρος περπατούσε στις γέφυρες, δίπλα στον
ποταμό Avon. Στο νερό, έβλεπε το είδωλό του να παραμορφώνεται, να στροβιλίζεται
— και η σκιά να τον κοιτάζει από κάτω, όχι πίσω. Δεν ήταν πια πίσω του· τον
περίμενε.
Ένα βράδυ, μπήκε σε μια μικρή παμπ, απ' αυτές που έχουν
χαμηλό φωτισμό και βιβλιοθήκες με βιβλία που κανείς δεν διαβάζει. Κάθισε μόνος
του στη γωνία. Εκείνη τον περίμενε ήδη.
— Εδώ σε βρίσκω πιο ανθρώπινο, του είπε.
— Εδώ δεν με ξέρει κανείς. Μπορώ να υπάρχω χωρίς ρόλο.
— Ή ίσως... επειδή εδώ δεν χρειάζεται να υποδύεσαι,
επιτέλους μπορείς να είσαι.
Ο Σπυρίδων σιώπησε. Ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα του και
κοίταξε το ποτήρι. Εκείνη καθόταν απέναντί του, χωρίς σώμα, χωρίς πρόσωπο — μα
παρούσα. Ήταν ο εαυτός του πριν τις ενοχές. Ο εαυτός του πριν ξεχάσει να ρωτάει
γιατί, κι άρχισε να ζει μόνο με το πρέπει.
Έξω, το Μπρίστολ βυθιζόταν στην ομίχλη. Μέσα, για πρώτη
φορά, εκείνος ένιωθε καθαρός.
Κεφάλαιο 3: Το Όνομα που Δεν Ξέχασε
Η νύχτα είχε πέσει νωρίς στο Μπρίστολ. Ο Σπύρος που το πραγματικό του όνομα ήταν Σπυρίδων περπατούσε
μόνος, χωρίς προορισμό, κρατώντας τον γιακά του παλτού του κλειστό, σαν να
προσπαθούσε να συγκρατήσει κάτι μέσα του. Πίσω του, σχεδόν δίπλα του,
περπατούσε η σκιά. Όχι στο έδαφος – μέσα του.
— Θυμάσαι τη Ντοντό;
— Μην αρχίζεις.
— Α, όχι, μη θυμώνεις. Δεν είμαι εγώ που της έδωσα τα πάντα
για ένα "ίσως".
Ο Σπύρος κοντοστάθηκε μπροστά σε μια παλιά βιτρίνα
βιβλιοπωλείου. Το τζάμι ήταν θαμπό, αλλά μπορούσε να δει το είδωλό του — και τη
σκιά του, καθαρότερη από ποτέ.
— Δεν ήταν "ίσως", είπε ήρεμα. Ήταν ελπίδα.
— Και τι σου έμεινε; Μια ελπίδα που έφυγε με το πρώτο
αεροπλάνο.
— Την αγάπησα.
— Αγάπησες το ιδανικό της, όχι εκείνη. Αν την έβλεπες όπως
ήταν, δεν θα είχες γονατίσει. Ούτε θα είχες πουλήσει τη μηχανή σου, ούτε θα
είχες διαλύσει εκείνη τη δουλειά που πήγαινε να σε σώσει.
Ο πόνος ανέβηκε στο στέρνο του σαν φλόγα. Πόσο κόστισε αυτή
η αγάπη; Πόσες μέρες ξαγρύπνιας, πόσες επιστολές χωρίς απάντηση, πόσες
επιστροφές με άδεια χέρια;
— Σου έδωσε ένα χαμόγελο κι εσύ το πλήρωσες με χρόνια, τον
τσίγκλησε η σκιά.
— Και τι θες; Να μετανιώσω;
— Θέλω να θυμηθείς. Όχι με ρομαντισμό. Με αλήθεια.
Έγειρε σε ένα παγκάκι στην πλατεία Queen Square. Το φανάρι
έριχνε το φως λοξά, και η σκιά του διαγραφόταν ψηλά στον τοίχο απέναντι.
Καθόταν εκεί σαν μορφή οικεία, αλλά και καταγγελτική.
— Δεν με πονάει που δεν την έχω πια. Με πονάει που δεν ήμουν
ποτέ αρκετός.
— Όχι, Σπυρίδων. Δεν ήσουν ποτέ ειλικρινής με σένα. Και της
έδωσες κάτι που δεν είχες ολοκληρωμένο. Ένα κομμάτι σου. Εγώ είμαι το υπόλοιπο.
Ένα αεράκι πέρασε και σήκωσε τα ξερά φύλλα. Ο Σπυρίδων
ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα: ότι αυτός ο σαρκασμός δεν ήταν για να τον
πληγώσει, αλλά για να τον λυτρώσει.
— Δηλαδή τι θες;
— Να σταματήσεις να με διώχνεις. Να δεις το παρελθόν σου
χωρίς λαχτάρα και χωρίς μίσος. Να το αποδεχτείς όπως είναι. Εμένα όπως είμαι.
Ο Σπύρος σηκώθηκε. Το φανάρι έσβησε για λίγο και η σκιά
χάθηκε. Μα δεν τρόμαξε. Για πρώτη φορά, δεν ένιωσε μόνος. Για πρώτη φορά, το
"γιατί" της απώλειας είχε γίνει φωνή. Και η φωνή, είχε γίνει βήμα
προς τα μπρος.