Ο
έρωτας είναι τυφλός έλεγε ο Σαίξπηρ, για κάθε ανθρώπινο όν η αγάπη το πάθος, ο πόθος έχουν το δικό τους ξεχωριστό όνομα, έτσι αντιλαμβάνονται στη ζωή
τον κόσμο των συναισθημάτων, για τον Οθέλλο στο όνομα της Νίκης κρυβόταν ο
δικός του μυστικός κόσμος
ο κόσμος των δικών του συναισθημάτων.
Για
τον Σαίξπηρ ο έρωτας είναι το τέλος της διαδρομής δυο ανθρώπων για τον
Οθέλλο το τέλος της διαδρομής ήταν η Νίκη*. Έμοιαζε
όμως η συνέχεια του δρόμου να ήταν μοναχική, ο Οθέλλος δυστυχώς τελικά ήταν από εκείνους τους καταραμένους ανθρώπους που η
αγάπη τους μένει ανεκπλήρωτη και τα δεσμά του σε σέρνουν σαν κατάδικο στο
υπόλοιπο της ζωής σου.
Αύγουστος 1998
Βάδιζα
στους δρόμους του Ιντερλακεν αργά,
νωχελικά χαζεύοντας τους λιγοστούς τουρίστες που καθόταν στα παγκάκια της
κεντρικής του λεωφόρου απολαμβάνοντας
στο βάθος του ορίζοντα την θέα των Άλπεων και τους παγετώνες της. Προσπαθούσα να καταλάβω
ποιος ήταν ο λόγος που επέλεξε η Νίκη να βρεθούμε αύριο στις έντεκα το πρωί εδώ σε ένα χειμερινό θέρετρο μέσα στο καλοκαίρι
με τριάντα δύο βαθμούς θερμοκρασία.
Για την Ελβετία και το Ιντερλακεν η τόσο υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε σήμερα και ας ήταν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, ήταν αδιανόητη, σε έπνιγε, σου
έκοβε την ανάσα, ευτυχώς φυσούσε ένα δροσερό αεράκι που και που και έκανε την
ατμόσφαιρα λιγότερο αποπνικτική.
Προχωρούσα
πια προς το ξενοδοχείο που θα έμενα το
βράδυ, είχα κάνει ήδη Check-in και τελειώνοντας τα τυπικά στη ρεσεψιόν βγήκα για μία
βόλτα για να γνωρίσω την πόλη και να ξεμουδιάσω από το ταξίδι παρόλο που
ήταν νωρίς το απόγευμα και πριν είχα ταξιδέψει ήδη αεροπορικώς από την Αθήνα
για τη Βέρνη και από εκεί οδικώς έως εδώ, προτίμησα αντί να
ξεκουραστώ να κυκλοφορήσω στους δρόμους της πόλης και να τη γνωρίσω όσο μπορούσα καλύτερα.
Με συνόδευε
από την αρχή του ταξιδιού μου μια ξεναγός φίλη της Βάνας*** της αδελφικής φίλης
της Νίκης που με βοήθησε με τα
διαδικαστικά και με τακτοποίησε και στο ξενοδοχείο.
Το Ιντερλακεν
όπως είναι κτισμένο ανάμεσα σε δυο λίμνες και στο βάθος να προβάλει ο
επιβλητικός όγκος των Άλπεων είναι μαγευτικά όμορφο σαν στολίδι ανάμεσα στο
νερό τους βράχους και την αγρία φύση.
Αρκετός
κόσμος αφού πρώτα απολάμβανε την θέα των Άλπεων, ξεχυνόταν στα καταστήματα για
να ψωνίσουν ή να χαζέψουν τις βιτρίνες τους που ήταν γεμάτες με αναμνηστικά δώρα, ρολόγια τοίχου τους γνωστούς κούκους,
πανάκριβα ρολόγια χειρός πραγματικά
κομψοτεχνήματα και αυτούς τους περίφημους
ελβετικούς πολυσουγιάδες που χρησιμοποιούσε ο Ελβετικός στρατός.
Άλλοι
πάλι απολάμβαναν τον καφέ τους ή τρώγανε σε κάποιο από τα πασίγνωστα καφέ και
εστιατόρια που ήταν επώνυμα σε όλη την Ευρώπη για το γούστο και την ποιότητα
τους.
Είχε
βραδιάσει πια, ανέβηκα στο δωμάτιο μου έκανα ένα μπάνιο είδα λίγο τηλεόραση, μίλησα
τηλεφωνικώς με την εφημερίδα που εργαζόμουν
και έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ, εξάλλου η επομένη μέρα θα ήταν για την έρευνα
μου ιδιαίτερα σημαντική.
Πλάγιαζα
ώρες στο κρεβάτι αλλά που να με πάρει ο ύπνος
τα μάτια έμεναν ορθάνοικτα αν και
ήταν περασμένες τρεις τα χαράματα.
Παρόλο την κούραση μου από την πολύωρη βόλτα
στους δρόμους και τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο ο ύπνος δεν ξεγελούσε το μυαλό
μου ούτε και το κορμί μου.
Οι σκέψεις μου ρουφούσαν το μυαλό θα συναντούσα τη Νίκη τo
πρωί στο ομώνυμο
καφέ του ξενοδοχείου το Victoria. Έκανα μήνες να τη βρω
ταξίδεψα στο Παρίσι στο Βουκουρέστι στο Ταλίν στην Αλεξανδρούπολη στο Κλούζ και στη Βιέννη.
Τελικά ανακάλυψα τα ίχνη της μέσω της Βάνας, οδηγήθηκα σε αυτήν ψάχνοντας να βρω την
αδελφή της στο παλιό σπίτι που έμενε κάπου
στους Aμπελόκηπους και έπεσα πάνω της, ζούσε
τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα και είχε μετακομίσει από τη Βιέννη στο σπίτι που την παραχώρησε η αδελφή της Νίκης, μέσω
εκείνης βρήκα το τηλέφωνο της και επικοινώνησα για πρώτη φόρα μαζί της.
H αρχική της έκπληξη μετουσιώθηκε σε ένα αδικαιολόγητο
φόβο «Δεν γυρίζω πίσω» μου είπε σε έντονο ύφος, για να την πείσω τελικά να μου μιλήσει για την σχέση τους με τον Οθέλλο
χρειάστηκα άλλους τόσους μήνες. Δεν
μπορούσα να καταλάβω τον λόγο που ήταν τόσο αρνητική ούτε γιατί με έβαλε να ορκιστώ ότι η συνάντηση
μας θα έμενε μυστική και ότι θα μου έλεγε δεν θα μπορούσα πότε να το γράψω ή να
το ομολογήσω στον Οθέλλο.
Συμφωνήσαμε
για να τη γνωρίσω στη συνάντηση
μας αύριο στο καφέ να κρατά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο αν και από
τις περιγραφές του Οθέλλου ήταν σαν να
τη γνώριζα χρόνια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, όποτε ένα σημάδι αναγνώρισης για σιγουριά το θεώρησα απαραίτητο.
Στις έντεκα
σαν Εγγλέζοι συναντηθήκαμε στην είσοδο της αίθουσας του καφέ του ξενοδοχείου, ήδη είχα κλείσει νωρίτερα ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο με θέα το
«Μαγικό Βουνό», ο σερβιτόρος μας οδήγησε στο τραπέζι μας με όλες τις επισημότητες, περπατούσε
καμαρωτός ανάμεσα στα τραπέζια με τη λεύκη πετσέτα στο αριστερό του χέρι, του παραγγείλαμε από ένα καφέ εσπρέσο και καθίσαμε στο τραπέζι αντικριστά ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο
χώρος ήταν εντυπωσιακός γεμάτος με πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους του με θέματα από την πόλη, τις λίμνες
και των βουνά της, τα έπιπλα του από μαόνι έδιναν μια αρχοντική εμφάνιση και
συνάμα μια ζεστασιά που σου γαλήνευε την ψυχή.
η Νίκη
ήταν όμορφη γυναίκα ψιλή, ξανθιά με βαθιά γαλανά μάτια γύρω στα σαράντα
πέντε με καλλίγραμμο σώμα αν και είχε
πάρει από ότι καταλάβαινα κάποια κιλά παρέμενε ελκυστικότατη και ανέδυε μια
γοητεία που σε μαγνήτιζε. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα λίγο κάτω από τα γόνατα, στενό στη μέση και λευκές γόβες, κρατούσε ακόμα στο αριστερό της χέρι το
κόκκινο τριαντάφυλλο.
«Νίκη
πως γνωριστήκατε με τον Οθέλλο;» τη ρώτησα με ύφος σχεδόν συνωμοτικό αφού πρώτα βέβαια συστηθήκαμε και ανταλλάξαμε τις πρώτες τυπικές κουβέντες δύο σχεδόν αγνώστων που προσπαθώντας να γνωριστούν κάπως καλύτερα μιλούν για τον καιρό, τις εμπειρίες από το ταξίδι τους ως εδώ ή για την επιβλητική θέα των ορεινών όγκων που απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα και κρατούσαν συντροφιά τα θυμωμένα σύννεφα. Για να
σπάσει λίγο περισσότερο ο πάγος ήπιαμε και από μια γουλιά
από τον εσπρέσο που μας σερβίραν με συνοδεία μια εξαιρετικής τάρτας από φρούτα του δάσους, τότε η Νίκη αποφάσισε μιλώντας αργά και χαμηλόφωνα να απαντήσει στην ερώτησή μου.
«Τον Οθέλλο
τον γνώρισα τυχαία στην Αθήνα σε μια εκδήλωση
του πανεπιστήμιου με θέμα την Αρχιτεκτονική των κήπων, τότε ήμουν στο δεύτερο έτος των σπουδών μου, με εντυπωσίασε η εμφάνιση του, και η βαθιά γλυκιά σαγηνευτική φωνή του. Μετά
από ένα σύντομο φλερτ αρχίσαμε να μιλάμε ώρες ατέλειωτες στο τηλέφωνο, θυμάμαι
ότι μια ημέρα μιλήσαμε εννέα ώρες συνεχόμενες, από τις μια τα ξημερώματα έως τις
εννέα το πρωί της επόμενης μέρας, τον ερωτεύτηκα
παράφορα και αγνόησα ότι ήταν παντρεμένος, δεν μπορούσα όμως να σηκώσω αυτό το βάρος και ας ήξερα ότι όταν γνωριστήκαμε
είχε ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου
του και ένα βράδυ ξαφνικά χάθηκα από τη ζωή του».
Η είδηση
ότι ο Οθέλλος ήταν παντρεμένος και ίσως
πια και χωρισμένος με χτύπησε σαν γροθιά
στο πρόσωπο, πότε του δεν μου είχε εξομολογηθεί κάτι τέτοιο στα δυο σχεδόν χρονιά
που γνωριζόμασταν.
«Έτσι
ξαφνικά χωρίς να του εξηγήσεις, νομίζω πως ήταν πολύ σκληρό αυτό πού έκανες, τον πλήγωσες, πιστεύω πως σε αγαπά ακόμα» Οι λέξεις βγήκαν τραχείς από το στόμα
μου και σε υψηλότερο τόνο από όσο άρμοζε στη συζήτηση με μια κυρία.
«Μαξ *** τον αγαπούσα τον Οθέλλο, αλλά η σχέση μας δεν είχε μέλλον η οικογένεια μου και ο
κοινωνικός μου περίγυρος αντιδρούσε, επίσης ήμουν μόλις είκοσι δύο ετών δεν μπορούσα να
σηκώσω αυτό το βάρος, εξάλλου τι νόημα έχει πια, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, έχω μια
όμορφη ήρεμη ζωή και έναν εξαίρετο σύζυγο, ξενιτεύτηκα, δυστυχώς ούτε
φίλοι μπορούμε να είμαστε πια με τον Οθέλλο».
Οι
λέξεις κυλούσαν από τα χείλη της απαλά σαν μετάξι, ο ήχος της φωνή της σαν τραγούδι σε γοήτευε «Δεν θέλω να φανώ άδικη αλλά αυτές οι
σχέσεις πότε δεν έχουν καλό τέλος, αρκετά χρόνια τον μισούσα, θεωρούσα ότι με εκμεταλλεύτηκε,
αργότερα κατάλαβα σε μια συζήτηση που είχα μαζί του στη Βιέννη ότι με αγαπούσε
ειλικρινά, πρώτη φόρα τον άκουγα να αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα δεν έκανε για να μπορέσουμε
να είμαστε μαζί αν και νομίζω ότι πότε δεν θα συναινούσα ότι και θυσίες και αν έκανε, είχα αποφασίσει ότι δεν θα γύριζα πίσω».
Ένοιωσα
άβολα η Νίκη είχε πάρει συνειδητά την απόφαση
της και δεν κρυβόταν κανένα μυστήριο πίσω από αυτήν, απλά ο Οθέλλος
την αγαπούσε ειλικρινά και μαγεμένος από τα συναισθήματα του ζούσε με τα δεσμά του αιώνιου πόνου μιας ανεκπλήρωτης αγάπης.
Πριν
προλάβω να πω στην Νίκη όσα σκεφτόμουν για την σχέση της με τον Οθέλλο ένοιωσα ένα
δυνατό χτύπημα στο σαγόνι και βρέθηκα στο πάτωμα παίρνοντας και την καρέκλα που καθόμουν μαζί
μου, ο θόρυβος της πτώσης μου έκανε να γυρίσουν
όλοι στην αίθουσα προς το μέρος μου, προσπάθησα να σηκωθώ και τότε άκουσα
τον Οθέλλο να φωνάζει με το δεξί του χέρι προτεταμένο σε σχήμα γροθιάς, είχε σταθεί ακριβώς από πάνω μου με ανοιχτά τα πόδια και με κοίταζε με τα μάτια του να βγάζουν φλόγες «Σου είπα να μην ψάξεις
πότε να τη βρεις, ούτε να ερευνήσεις για αυτήν, δεν σε αφορά, η φιλία μας τέλειωσε
σήμερα εδώ είσαι ηλίθιος.» Τον κοίταζα έκπληκτος, πως είχε βρεθεί εδώ; προφανώς παρακολουθούσε
από καιρό την έρευνα μου και τις συναντήσεις μου και κάποιος από όλους που συνάντησα και συνομίλησα με κάρφωσε. Μου γύρισε
την πλάτη επιδεικτικά χαιρέτισε τη Νίκη με ένα νεύμα και έφυγε, είχε δυνατό δεξί, ακόμα με
πονούσε το σαγόνι.
Μετά τρεις μήνες
Στο
γραφείο μου στην εφημερίδα με περίμενε ένας
φάκελος εδώ και ώρα. Σήμερα είχα αργήσει να πάω γιατί το
βράδυ ξενύχτησα συντροφιά με τον αγαπημένο μου εφιάλτη, το όνομα του αποστολέα άγνωστο, είχε
περάσει ήδη αρκετός καιρός από την περιπετειώδη συνάντηση μας με τον Οθέλλο και
τη Νίκη, η ζωή μου είχε επιστρέψει πια στους καθημερινούς της ρυθμούς, σπίτι, γραφείο και που και πού καμία έξοδο
με φίλους ή συνεργάτες για κανέναν καφέ ή καμία μπύρα και πάλι σπίτι.
Η Ευγενία **** τον είχε παραλάβει το πρωί στις οκτώ από έναν ένα νεαρό που εργαζόταν σε μια
εταιρεία courier, καθόμουν και τον κοίταζα, κάποια στιγμή αποφάσισα να τον ανοίξω, πήρα τον χαρτοκόπτη
τον έκοψα προσεκτικά και τον άνοιξα, μέσα είχε μια φωτογραφία μια νεαρής γυναίκας που φορούσε ένα μαύρο τζιν, μια μαύρη μπλούζα και παπούτσια αθλητικά σε άσπρο χρώμα, με φόντο
ένα μπαλκόνι και ένα σημείωμα που έγραφε «Κάποτε ίσως να γυρίσω πίσω..... για τον Κύριο Μαξ Μίλαν, για τον Μαξιμιλιανό, για τον Μαξ. Νίκη».
Άπλωσα
τα πόδια μου πάνω στο γραφείο γύρισα το κορμί μου προς το παράθυρο, η θάλασσα στο λιμάνι ήταν ήρεμη το χρώμα της γαλανό και στο
βάθος έμπλεκε με το θαλασσί του ουρανού. Ένα απαλό αεράκι τρύπωσε από
το μισάνοιχτο παράθυρο και προσπάθησε να κλέψει τις σκέψεις μου για το δεντρί του έρωτα που πήρε σιγά-σιγά να ανθίζει.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής