Τα προάστια του Παρισιού έπνιγαν το χειμωνιάτικο φως σε μια γκρίζα σιωπή. Ο Μισελουί, πια ηλικιωμένος, είχε βρει καταφύγιο στο δωμάτιό του, το Δωμάτιο 30, σε ένα γηροκομείο που μύριζε παλιές αναμνήσεις και ξεχασμένες ζωές. Οι τοίχοι του, γεμάτοι σκιές από τα δέντρα έξω, έμοιαζαν να κρατούν αιχμάλωτες τις στιγμές που ποτέ δεν έζησε όπως ήθελε.
Τριάντα χρόνια πριν, η Βικτερουά είχε φύγει, αφήνοντάς τον μόνο, και ο Μισελουί είχε ζήσει τη μοναξιά του να βαθαίνει σαν θάλασσα χωρίς ακτή. Όταν την είχε ξανασυναντήσει στο κάστρο του Σαντιγι, τα λόγια της διαπέρασαν την καρδιά του σαν φωτιά που τρυπάει τα σωθικά, αφήνοντας μια καυτή σιωπή που δεν θα έσβηνε ποτέ. Η ζωή του είχε αλλάξει για πάντα, και οι δικοί του άνθρωποι, επηρεασμένοι από τη Βικτερουά, τον είχαν απομονώσει, χλευάζοντάς τον για την αποτυχία του και την δυστυχία που προσέφερε απλόχερα στην οικογένειά του, για μια αγάπη που τελικά τον είχε καταστρέψει.
Κάθε πρωί, ο ήλιος που προσπαθούσε να διεισδύσει στο παράθυρο έμοιαζε με μια υπόμνηση του χρόνου που περνούσε, αμείλικτος και αδύνατος να γιατρέψει τις πληγές. Ο Μισελουί καθόταν κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας το προάστιο, και η σιωπή του ήταν γεμάτη αναμνήσεις: τη μυρωδιά των βιβλίων που μοιράστηκε με τη Βικτερουά, τα γέλια που κάποτε έσκιζαν τη μοναξιά του, και τη θλίψη που είχε γίνει το αόρατο στρώμα πάνω από κάθε μέρα του.
Καθώς οι νύχτες πέρναγαν, ανακαλούσε τις στιγμές της απουσίας της σαν κύματα που έσκαγαν στις ακτές της ψυχής του. Η Βικτερουά είχε επιλέξει τον δρόμο της, και εκείνος είχε απομείνει μόνος, με το βάρος των επιλογών του, αλλά και με μια αγάπη που ποτέ δεν έσβησε.
Στο Δωμάτιο 30, ανάμεσα στις σκιές των επίπλων και τη σιωπή των τοίχων, ο Μισελουί ένιωσε τη ζωή να περνά, αλλά και την καρδιά του να κρατά τις αναμνήσεις ζωντανές. Κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε στη φωτογραφία τους, στο παλιό βιβλίο που είχε φυλάξει, το συναίσθημα ήταν καθαρό και αμείλικτο: ο έρωτας που τον έσωσε και τον καταδίκασε ταυτόχρονα.
Με αυτό το διήγημα, η σειρά των «Σκιών της Βικτερουά» φτάνει στο τέλος της: μια ιστορία αγάπης και απώλειας, πάθους και απομόνωσης, που αφήνει πίσω της τις σκιές μιας ζωής γεμάτης ένταση και συναίσθημα.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής