Το Γηροκομείο: Το Δωμάτιο 30 – Διήγημα 6ο

2025-09-18

Τα προάστια του Παρισιού έπνιγαν το χειμωνιάτικο φως σε μια γκρίζα σιωπή. Ο Μισελουί, πια ηλικιωμένος, είχε βρει καταφύγιο στο δωμάτιό του, το Δωμάτιο 30, σε ένα γηροκομείο που μύριζε παλιές αναμνήσεις και ξεχασμένες ζωές. Οι τοίχοι του, γεμάτοι σκιές από τα δέντρα έξω, έμοιαζαν να κρατούν αιχμάλωτες τις στιγμές που ποτέ δεν έζησε όπως ήθελε.

Τριάντα χρόνια πριν, η Βικτερουά είχε φύγει, αφήνοντάς τον μόνο, και ο Μισελουί είχε ζήσει τη μοναξιά του να βαθαίνει σαν θάλασσα χωρίς ακτή. Όταν την είχε ξανασυναντήσει στο κάστρο του Σαντιγι, τα λόγια της διαπέρασαν την καρδιά του σαν φωτιά που τρυπάει τα σωθικά, αφήνοντας μια καυτή σιωπή που δεν θα έσβηνε ποτέ. Η ζωή του είχε αλλάξει για πάντα, και οι δικοί του άνθρωποι, επηρεασμένοι από τη Βικτερουά, τον είχαν απομονώσει, χλευάζοντάς τον για την αποτυχία του και την δυστυχία που προσέφερε απλόχερα στην οικογένειά του, για μια αγάπη που τελικά τον είχε καταστρέψει.

Κάθε πρωί, ο ήλιος που προσπαθούσε να διεισδύσει στο παράθυρο έμοιαζε με μια υπόμνηση του χρόνου που περνούσε, αμείλικτος και αδύνατος να γιατρέψει τις πληγές. Ο Μισελουί καθόταν κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας το προάστιο, και η σιωπή του ήταν γεμάτη αναμνήσεις: τη μυρωδιά των βιβλίων που μοιράστηκε με τη Βικτερουά, τα γέλια που κάποτε έσκιζαν τη μοναξιά του, και τη θλίψη που είχε γίνει το αόρατο στρώμα πάνω από κάθε μέρα του.

Καθώς οι νύχτες πέρναγαν, ανακαλούσε τις στιγμές της απουσίας της σαν κύματα που έσκαγαν στις ακτές της ψυχής του. Η Βικτερουά είχε επιλέξει τον δρόμο της, και εκείνος είχε απομείνει μόνος, με το βάρος των επιλογών του, αλλά και με μια αγάπη που ποτέ δεν έσβησε.

Στο Δωμάτιο 30, ανάμεσα στις σκιές των επίπλων και τη σιωπή των τοίχων, ο Μισελουί ένιωσε τη ζωή να περνά, αλλά και την καρδιά του να κρατά τις αναμνήσεις ζωντανές. Κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε στη φωτογραφία τους, στο παλιό βιβλίο που είχε φυλάξει, το συναίσθημα ήταν καθαρό και αμείλικτο: ο έρωτας που τον έσωσε και τον καταδίκασε ταυτόχρονα.

Με αυτό το διήγημα, η σειρά των «Σκιών της Βικτερουά» φτάνει στο τέλος της: μια ιστορία αγάπης και απώλειας, πάθους και απομόνωσης, που αφήνει πίσω της τις σκιές μιας ζωής γεμάτης ένταση και συναίσθημα.



Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής

Font Awesome 1 Icons and Custom Component
  Πρόσφατες δημοσιεύσεις

⚊ Έξι λογοτεχνικά διηγήματα γεμάτα δράμα, ψυχολογικά βάρη και ερωτικά πάθη.

Τα προάστια του Παρισιού έπνιγαν το χειμωνιάτικο φως σε μια γκρίζα σιωπή. Ο Μισελουί, πια ηλικιωμένος, είχε βρει καταφύγιο στο δωμάτιό του, το Δωμάτιο 30, σε ένα γηροκομείο που μύριζε παλιές αναμνήσεις και ξεχασμένες ζωές. Οι τοίχοι του, γεμάτοι σκιές από τα δέντρα έξω, έμοιαζαν να κρατούν αιχμάλωτες τις στιγμές που ποτέ δεν έζησε όπως ήθελε.

Η ημέρα είχε μια ασυνήθιστη γαλήνη, ήταν 15 του Σεπτέμβρη∙ ο ήλιος έριχνε χρυσαφένιες ακτίνες πάνω στο κάστρο του Σαντιγι, ενώ ένα απαλό αεράκι κουνούσε τα φύλλα των δέντρων στους κήπους. Ο Μισελουί είχε λάβει μια πρόσκληση από τη Διεθνή Εταιρεία Αστροφυσικής να καλύψει ως δημοσιογράφος την εκδήλωση βράβευσης του καθηγητή Τισέλ Καρνέ για τις...

Ο Μισελουί, μετά τον οδυνηρό χωρισμό με τη Βικτερουά, βυθίστηκε σε μια σιωπηλή κατάθλιψη που τον ακολούθησε σαν σκιά για δέκα ολόκληρα χρόνια. Οι μέρες περνούσαν αργά, γεμάτες με τον ήχο από τα κλικ της γραφομηχανής και την μυρωδιά από χαρτί και μελάνι. Κάθε σημείωμα που έγραφε, κάθε άρθρο που υπογράφονταν με το όνομά του, ήταν μια προσπάθεια να...

Το καλοκαίρι είχε ντύσει το Παρίσι με μιαν άχνη λάμψη, σαν να 'χε βυθίσει η πόλη τα πεζοδρόμιά της σε χρυσό φως που έλιωνε πάνω στις πέτρες. Οι τουρίστες συνέρρεαν στα καφέ, τα αμάξια βουτούσαν σε κύματα θερμότητας, κι όμως, για τον Μισελουί και τη Βικτουάρ, όλα τούτα έμοιαζαν μακρινά, σαν σκηνικό θεάτρου που δεν τους αφορούσε.

Η βροχή έπεφτε πάνω στις σκεπές του Παρισιού σαν λεπτό μεταξωτό πέπλο, και τα φώτα των φαναριών αντανακλούσαν στα λιθόστρωτα δρομάκια. Η Βικτουάρ περπατούσε γρήγορα, τα μακριά ξανθά μαλλιά της να υγραίνονται, σαν να ήθελαν κι αυτά να ξεφύγουν από τον βαρύ αέρα της αβεβαιότητας. Ο Μισελουί την ακολουθούσε, σιωπηλός, με τα χέρια στις τσέπες, το...

Η άνοιξη στο Παρίσι δεν ήταν απλώς εποχή· ήταν πνοή μυστηρίου, μια ανάσα από κισσό και βρεγμένες πέτρες που έφερνε μαζί της μυστικά και ψιθύρους που κανείς δεν τολμούσε να ακούσει. Ο Μισελουί στεκόταν σε ένα μικρό, σχεδόν ξεχασμένο βιβλιοπωλείο της Rue Bonaparte, περιτριγυρισμένος από τόμους που φάνταζαν σαν να είχαν καρφώσει τις σκιές τους στις...