Σηκώθηκε αργά πήγε προς το μέρος της και κάθισε
στα γόνατα και απαλά της φίλησε τις άκρες
από τα δάχτυλα της ένα-ένα. Η
Ιφιγένεια τον τράβηξε με δύναμή προς το κορμί
της «Βασανίζομαι χρόνια με τη σκέψη σου κάπου στο πουθενά χάνομαι μέσα
στο
κορμί σου χρόνια τώρα» και έσμιξε τα χείλη της με τα δικά του σε ένα
παθιασμένο φιλί δίχως όρια μακριά από τον χρόνο και τις στιγμές.
Τα κορμιά τους κύλισαν στο πάτωμα και ενώθηκαν
σαν αλυσίδα που τυλίγει τα θύματα του σφιχτά. Τα κατασπάραζε ο πόθος και η ηδονή που χρόνια έκρυβαν βασανιστικά μέσα τους. Έψαχναν να καούν στη φωτιά του έρωτα και να δροσιστούν
από το πάθος που βασάνιζε τόσα χρόνια τα κορμιά τους.
«Σε αγαπώ, σε
αγαπώ, πάντα σε αγαπούσα» ψιθύρισε η Ιφιγένεια και τέλειωσε πολλές φορές με σπασμούς στην αγκαλιά του Κωνσταντίνου, τα δάκρυα
σαν διαμάντια άγγιξαν το μάγουλο του.
Είχε κουραστεί χρόνια ολάκερα να κοροϊδεύει
το είναι της και τους γύρω της, έλεγε χιλιάδες ψέματα για τα
αισθήματα της για αυτόν. Ένοιωθε πια λεύθερη που εξομολογήθηκε τον
έρωτα της έστω και αν ήταν πια τόσο αργά. Σιωπηλοί πια ξαπλωμένοι στη βάση του καναπέ δεν αφήναν στιγμή τις ενοχές να πληγώσουν το κρυμμένο πάθος των κορμιών τους.
Η Ιφιγένεια
σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει τα πετάμενα
της ρούχα, μόλις τα βρήκε άρχισε να ντύνεται
αργά, κάποια στιγμή του απάντησε
χαμηλόφωνα «Τώρα ξέρεις, είμαι για πάντα δική σου όμως η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να ζούμε
σε ένα παράλληλο κόσμο, τώρα όμως πρέπει να φύγω, νύχτωσε και άφησα πολλές ώρες
μόνο το Αλέξανδρο στο νοσοκομείο» «Μην
φύγεις σε παρακαλώ, μείνε εδώ μαζί μου, μείνε έστω λίγο ακόμα, σε θέλω
και σε αγαπώ τόσο πολύ ομορφιά μου» οι λέξεις έβγαιναν αργά από τα
χείλη του και ήταν πίκρες σαν δηλητήριο.
«Πριν φύγω όμως
πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι που με βαραίνει σαν πέτρα στον λαιμό μου και δεν αντέχω να τη κουβαλώ άλλο
πια πάνω μου.» Ο ήχος της φωνής της ξαφνικά άλλαξε χρώμα, έγινε σκληρός
και συνάμα λυπητερός, σαν βογκητό κυλούσαν οι λέξεις από τα χείλη της.
Είχε
φθάσει
ήδη στην εξώπορτα, ο Κωνσταντίνος την ακολούθησε, εκείνη κοντοστάθηκε
σήκωσε το κεφάλι ψηλά τον κοίταξε μέσα στα μάτια, το γαλάζιο των ματιών
της έβγαζε φλόγες που σε έκαιγαν μέσα σε μια στιγμή.
«Κωνσταντίνε
!! τόσα χρόνια τον κρατούσα κρυφό τον λόγο της ξαφνικής εξαφάνισης μου,
όμως πρέπει
να τον μάθεις» έσκυψε το κεφάλι και άφησε να τρέξουν οι λέξεις ψιθυριστά
από τα σφιγμένα χείλη της «Πήγα με τον Βασίλη εκείνο το καταραμένο
βράδυ, ήρθε στο σπίτι μου με
απείλησε ότι θα τα πει όλα
στην Ισμήνη και για να σε προστατεύσω υποχώρησα στις απειλές του και του
δόθηκα
για να μην μιλήσει, μετά εξαφανίστηκα, δεν το άντεχα σιχαινόμουν
χρόνια τον ίδιο μου το εαυτό.»
«Τι
έκανες Ιφιγένεια
τι έκανες θεέ μου» Φώναξε στην αρχή τόσο δυνατά που νόμιζες ότι ο ήχος του θα γκρεμίσει το σύμπαν, η φωνή του σπάραζε σαν να
του έσκιζαν την καρδιά στα δύο, σαν να τον μαχαίρωσαν και το μαχαίρι να το
στριφογύριζαν στην πληγή για να γίνεται αφόρητος
ο πόνος.
Έπεσε
στα γόνατα
και άρχιζε να κλαίει με αναφιλητά, γκρεμίστηκε με μιας όλος του ο
κόσμος, η
Ιφιγένεια έκλεισε την πόρτα σχεδόν αθόρυβα αφού τον χαιρέτισε με ένα
νεύμα και ένα σε ευχαριστώ για όσα έκανε για τον Αλέξανδρο και
κίνησε για το νοσοκομείο, η ζωή μόλις του έπαιξε το πιο σκληρό της
παιχνίδι όχι όμως σκληρότερο από αυτό που θα ακολουθούσε.........