Διήγημα του Μιχάλη Ζεχερλή
«Μεγάλωσα ξαφνικά
μέσα σε ένα βράδυ, άσπρισαν σε ένα λεπτό κρόταφοι και ζάρωσε πρόσωπο και κορμί
σε ένα ξημέρωμα, σκόρπισα σαν άνθρωπος από
τις συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειές να πείσω τον άνθρωπο που λάτρεψα να μοιραστούμε
το υπόλοιπο της ζωής μας σε ένα κοινό δρόμο- λέξη μοναδική, μόνο η ψυχή
ενός ερωτευμένου αληθινά, αντιλαμβάνεται την σημασία της- που θα οδηγεί τα όνειρα και τις προσδοκίες μας, για μικρά
όνειρα ντυμένα με επένδυση αγάπης και προσδοκίες λαξεμένες από πάθη και αιώνιους
πόθους.
Και ήρθε
εκείνο το καταραμένο βράδυ, που αρνήθηκε ότι υπάρχω, ότι ζω, ότι μπορούσα να μοιράζομαι
τη σκιά του κορμιού της.
Τα χρόνια
από εκείνη τη στιγμή αρχίσαν να περνούν ταχύτατα, σαν υπερταχεία που έψαχνε να
βρει ένα σταθμό για να τελειώσει το ταξίδι της, και έτρεχε σαν δαιμονισμένη
για να τον έβρει. Δεν ησύχαζα ποτέ, η μορφή της ήταν καρφιτσωμένη στη σκέψη μου, σαν αγκάθι που σε πληγώνει όταν προσπαθείς να αγγίξεις ένα τριαντάφυλλο.
Η μουσική
έγινε βάσανο γιατί μου θύμιζε εκείνη, έπαψα να ακούω αγαπημένα μου τραγούδια γιατί
με πονούσαν, κάθε στίχος και ένα δάκρυ, όποτε έβαλα ένα τέλος και έπαψα να ακούω
μουσική.
Άρχισα να ταξιδεύω
στην Ευρώπη ήταν η μόνη διέξοδος, πίστευα πως όσο πιο μακριά ταξιδέψω τόσο λιγότερο
θα σκέφτομαι. Επισκέφθηκα πρωτεύουσες, μικρές και μεγάλες πόλεις, έζησα μέσα τους χειμώνες και καλοκαίρια αλλά τα αποτελέσματα πενιχρά,
το χιόνι τους μου θύμιζε το λευκό της δέρμα όπως και τις δρασκελιές της πάνω στο πυκνό στρωμένο χιόνι κρατώντας ένα μπουκάλι
δύο λίτρων με κόκα κόλα όταν την πρώτο συνάντησα στην πόλη που σπούδαζε. Ο Ήλιος και
η θάλασσα τους μου έφερναν το χρώμα των ματιών της και τις πρώτες μας διακοπές σε ένα απόμακρο
νησί της μεσογείου.
Όλα μου φαινόταν
ανούσια, η ψυχή μου δεν ησύχαζε ποτέ, η καρδιά μου πονούσε και τα βράδια ήταν καταθλιπτικά
γεμάτα μοναξιά και ας υπήρχαν γύρω μου εκατοντάδες νοματαίοι.
Άρχισα μήπως
και σωθώ να στροβιλίζω το κορμί μου σε
γυναικείες αγκαλιές, πρώτα το προσπάθησα με μια ηθοποιό, μετά με ένα μανεκέν, μετά
μια δικηγόρο, μια οδοντίατρο, μια κομμώτρια,
καμία νίκη, τίποτα άθλιες σχέσεις που ο κύριος φταίχτης τους ήμουν εγώ για
την αποτυχία τους, εκτός από κάποιες στιγμές
ερωτικής απόλαυσης, το τελικό αποτέλεσμα ήταν να γίνομαι κομμάτια, χίλια
κομμάτια από τις ενοχές που φυλάκιζαν το κορμί μου.
Τέλος σκέφτηκα ότι ούτε αυτό μου προσέφερε τη γαλήνη
που έψαχνα και αποφάσισα να αρχίσω πάλι το διάβασμα, έτσι και αλλιώς πάντα
μου άρεσε η λογοτεχνία. Σιγά- σιγά τα μυθιστορήματα, η ποίηση μου έδιναν μια ηρεμία
ένα τόνο διαφορετικό, μου ηρεμούσαν το είναι μου , την ψυχή μου και γαλήνευαν
τον νου μου, ζουσα με τους ήρωες τους και απήγγειλα με τους στίχους τους.
Απομονώθηκα
σε ένα σπίτι στο μικρό χωριό μου και ζούσα μια ήσυχη ζωή, κάποιες στιγμές θόλωνε το μυαλό
από τη σκέψη της και ο πόνος βαθύς έσκιζε τις σάρκες μου αλλά πια ήταν λίγες οι στιγμές
μέσα στη μέρα.
Ένα βράδυ αποφάσισα
να γράψω όσα νιώθω και να στήσω μια σειρά διηγημάτων με ηρωίδα τη Βερόνικα μία γυναίκα, γιατρό σε μία μικρή πόλη της βόρειας Εύβοιας, που μέσα από τις ιστορίες της θα υμνούσα τα προτερήματα της και θα κατακεραύνωνα τις αδυναμίες της, αυτό το βιβλίο κρατάτε τώρα στα χέρια
σας εύχομαι να σας αρέσει ή να βρείτε διασκεδαστικές τις ιστορίες της.»
Κατέβηκα από
το βήμα αργά, διέσχισα την αίθουσα και κίνησα για το σημείο που ήταν ένα
τραπεζάκι και μια σειρά από ψάθινες
καρέκλες για να υπογράφω αφιερώσεις σε όσους
ήθελαν να με γνωρίσουν από κοντά και να γράψω δυο λέξεις στο βιβλίο που αγοράσαν.
«Καλά τα
πήγες στην παρουσίαση» ψιθύρισε ο εκδότης μου και συνέχισε με σκωπτικό ύφος «Μέχρι και εγώ έμαθα στιγμές
σου που δεν γνώριζα αλλά δεν νομίζω ότι ήταν απαραίτητο να τις μάθουν και οι αναγνώστες
σου» Γύρισε το κεφάλι προς την είσοδο της αίθουσας και χαμογελώντας κίνησε προς το μπουφέ που ήταν στρωμένος ακριβώς απέναντι
από τον χώρο όπου βρισκόμουν.
Όσο υπέγραφα
και συνομιλούσα με διάφορες αναγνώστριες και αναγνώστες που με πλησίαζαν για
μια αφιέρωση ιδιόχειρη του βιβλίο μου που μόλις είχαν αγοράσει διέκρινα στο βάθος
μια κυρία ψηλή με ξανθά μαλλιά και με αγέρωχο βλέμμα που το κατεύθυνε ίσα προς
το μέρος μου.
«Θεέ μου η αυτή είναι η Βερόνικα δεν άλλαξε καθόλου πως και μου κάνει τέτοια τιμή;» σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά. Φορούσε ένα κόκκινο κοντό φόρεμα μέχρι τα γόνατα και κόκκινες ασορτί γόβες με ένα άσπρο φουλάρι να συμπληρώνει την κομψή εμφάνισή της. Μου κούνησε το χέρι από μακριά σαν να με χαιρετούσε, τις ανταπέδωσα και εγώ τον χαιρετισμό, ζήτησα συγνώμη από τον κόσμο που
περίμενε σκαρφίζοντας μια δικαιολογία και προχώρησα προς το μέρος της.
Στεκόταν λίγα μέτρα μπροστά και μέσα από την είσοδο της αίθουσας- που φιλοξενούσε
την εκδήλωσή μας- με τα χέρια σταυρωτά, στηριζόμενη στα δυο πόδια της που ήταν ελάχιστα
ανοιχτά, σαν να είχε πάρει θέση για μια εξοντωτική πάλη.
«Καλησπέρα
Στέλιο» μου είπε για να με χαιρετίσει, ενώ ήδη είχε αρχίζει να βραδιάζει, βλέπεις
Νοέμβρης μήνας ήταν, η φωνή της μου ακούστηκε σκληρή σαν πέτρα. «Τι κάνεις εδώ Βερόνικα;» τη ρώτησα, ένοιωσα μια πικρή χαρά που τη ξανάβλεπα μετά τόσα χρόνια, αντιλαμβανόμουν όμως, ότι για να εμφανιστεί έτσι ξαφνικά θα έρχεται κατακλυσμός και ο φόβος φώλιασε απότομα στα σωθικά μου, σφίχτηκα τόσο
πολύ που καθρεπτίστηκε σίγουρα στην έκφραση του προσώπου μου.
«Το βιβλίο
σου είναι ένα μάτσο σκατά.» Το πρόσωπό
της έφεγγε μίσος και απόγνωση, την παρακάλεσα να μην φωνάζει και την οδήγησα τραβώντας απαλά από το χέρι σε μια μικρή
αποθήκη που ήταν στη δεξιά πλευρά της πόρτας
από όπου στεκόμασταν λίγο πριν.
«Είμαι παντρεμένη
εδώ και δέκα χρόνια, έχω παιδιά και εσύ με έκανες ρεζίλι με αυτά που γράφεις» «Μα τι είναι αυτά που λες» την απάντησα» και συνέχισα
σχεδόν φωνάζοντας, εκνευρισμένος με αυτά
που άκουγα «Μόνο εσύ και εγώ ξέρουμε ότι το Βερόνικα δεν είναι το πραγματικό
σου όνομα, έτσι σε φώναζα εγώ γιατί σου άρεσε
πολύ αυτό το όνομα, το πραγματικό σου
όνομα είναι Κλεοπάτρα, άλλος είναι ο λόγος που ήρθες ως εδώ και θα ήθελα να τον μάθω τώρα.» Χαμήλωσε το κεφάλι για λίγο, όταν το σήκωσε με κοίταξε στα μάτια-το βλέμμα της ήταν
θολό και η έκφραση της αλλοπαρμένη, όπως ενός τρελού, κουνούσε ακατάπαυστα τα
χέρια της και έτρεμε ολόκληρη- σε μια στιγμή μου ψιθύρισε «Δεν είχαμε μέλλον
μαζί έτσι πίστευα έκανα λάθος τότε και το πλήρωσα ακριβά, παντρεύτηκα έναν αγύρτη
έκανα μαζί του
τρία παιδιά που τα φρόντιζα πολλά χρόνια μόνη μου χωρίς βοήθεια από κανέναν, αλλά ποτέ δεν σε ξεπέρασα και εσύ δεν έκανες τίποτα να αλλάξεις τα πράγματα, απλά
έγραψες ένα κωλοβιβλίο, σιγά τα αυγά ρε
κάθαρμα».
Έκατσα σε μια καρέκλα στην άκρη του τοίχου με σπασμένα μπράτσα, ξεχαρβαλωμένη από τα χρόνια αποκαμωμένος από την ένταση της συζήτησης, μην πιστεύοντας
αυτά που άκουγα- πάντα έφταιγα για όλα εγώ, ακόμα και για τον γάμο της που όπως καταλάβαινα
δεν πήγαινε και τόσο καλά.- Κάποια στιγμή την είδα να ψαχουλεύει την τσάντα της
ήταν τεράστια, πως τις κουβαλούν οι γυναίκες τόσο βαριές που είναι, πάντα μου έκανε εντύπωση, αναρωτιέμαι τι κρύβουν μέσα τους - και έψαχνε μανιωδώς κάτι να βρει.
Ο πυροβολισμός ακούστηκε σε όλη την αίθουσα, έτρεξε
ο κόσμος άλλοι προς την έξοδο φοβούμενοι για την ζωή τους, άλλοι προς το σημείο
που ακούστηκε ο ήχος του πυροβολισμού, ίσως από περιέργεια ή να προσφέρουν όποια
βοήθεια μπορούσαν επειδή εκείνη την στιγμή ο παροξυσμός του φόβου τους έκανε να νοιώθουν σαν μικροί ήρωες.
Όταν κάποιοι πρώτοι μπήκαν στη μικρή αποθήκη
αντίκρισαν τη Βερόνικα γονατισμένη να κλαίει
γοερά με ύφος τσακισμένο που θύμιζε παράφρονα σε στιγμές οδύνης, κρατώντας σφιχτά πάνω της το άψυχο σώμα του Στέλιου «Σε λάτρεψα τόσο πολύ που δεν άντεχα να
ακούω τις σκέψεις σου για μένα αποτυπωμένες τόσο σκληρά στο βιβλίο σου συγνώμη Στέλιο συγνώμη.» Ψιθύρισε και φίλησε απελπισμένα
τα νεκρά του χείλη.
Ο Στέλιος αιμορραγούσε
στο ύψος της καρδιάς δίχως σφυγμό λυτρωμένος από τα βάσανα του μυαλού και της ψυχής
του, παραδομένος στο αιώνιο χαμόγελο ενός ταξιδιού δίχως γυρισμό. Έξω στον δρόμο ένας πραματευτής διαλαλούσε την πραμάτια του όσο ήλιος έσβηνε και το βράδυ πρόβαλε βαρύ σαν τον θανατικό της μέρας.
Ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών της αστυνομίας που έφθανε ακουγόταν όλο και πιο καθαρά, αλλά σήμερα έμοιαζε σαν πένθιμη ραψωδία.