Ο Απόηχος του Ονείρου
Μια αχνή σκιά, μακρινή, του χθες εικόνα,
❑ Ποιητική συλλογή: 12 Κραυγές
Λίγα λόγια σαν πρόλογος: Οι «Δώδεκα κραυγές» είναι αφιερωμένες στον πατέρα μου Σπύρο που με ένα έμμετρο ποίημα που χάρισε τον τίτλο του σε όλη την ποιητική μου συλλογή, με αυτόν τρόπο προσπάθησα να συνοδέψω τον
χαμό του γιατί ήταν ένα ανεξάρτητο πνεύμα που ποτέ του δεν άνηκε πουθενά.
Πατέρα που πας; γιατί δεν με ακούς;
Σφυρίζει έξω, δεν το νοιώθεις το αγιάζι;
Μάνα μίλα του, φώναξε γιατί δεν μ' ακούει
μόνο με κοιτά παράξενα και μου χαμογελάει
Να κρυφτείς ακούς;
πίσω απ'το σύννεφο
Να κρύβει τον βαρδάρη, για να σε φυλάει
τα πράσινα τα άσπρα να τα φοράς ακούς;
θα σε κρατούν στεγνό, ζεστό απ΄ το χαλάζι
Θα είσαι μόνος εκεί που πας και θα σε τρομάζει
Μην φεύγεις μην κάνει πως δεν ακούς
παγωμένο, υγρό, τραχύ θα είναι το χώμα
Που θα σου πετούν για να σε σκεπάζει
Δημιουργός: Ζεχερλής Μιχάλης
Μια αχνή σκιά, μακρινή, του χθες εικόνα,
Το γέλιο σου φωτεινό σαν την αυγή
Η καρδιά μου μα θες, προσπαθεί όλα να τα αντέξει,
Το γεροντάκι της ιστορίας μας για άλλη μια μέρα αφού περιπλανήθηκε στους δρόμους της Αθήνας τρικλίζοντας και σκοντάφτοντας στα κατεστραμμένα πλακάκια της Μιχαλακοπούλου, ζητιανεύοντας έξω από τα λαμπερά της μαγαζιά, στολισμένα με κόκκινα αυγά και λαμπάδες, γεμάτα παιχνίδια και ρούχα πολύχρωμα, ζωντανά σαν τον ανοιξιάτικο ουρανό της.
Ήταν δεν ήταν 150 cm, τα αυτιά του στις άκρες ήταν μυτερά σαν ανάποδα τρίγωνα. Φορούσε ένα πράσινο τζάκετ και ένα γαλάζιο πουκάμισο με κόκκινο γιακά. Όλη αυτή την αστεία εμφάνιση την ολοκλήρωνε ένας μάλλινος σκούφος κόκκινος με γαλάζιες και γκρι ρίγες που σχεδόν του έκρυβε τα μάτια και τον δυσκόλευε την όραση και όλο τον σήκωνε προς τα πάνω...
«Μεγάλωσα ξαφνικά μέσα σε ένα βράδυ, άσπρισαν σε ένα λεπτό κρόταφοι και ζάρωσε πρόσωπο και κορμί σε ένα ξημέρωμα, σκόρπισα σαν άνθρωπος από τις συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειές να πείσω τον άνθρωπο που λάτρεψα να μοιραστούμε το υπόλοιπο της ζωής μας σε ένα κοινό δρόμο- λέξη μοναδική, μόνο η ψυχή ενός ερωτευμένου αληθινά, αντιλαμβάνεται την σημασία...