Της χρέωσαν τα χτυπήματα στην κεφαλή του παιδιού. Και στα
πλευρά. Όμως δεν το είχε βαρέσει η ίδια. Θα το θυμόταν. Μήτε η μεγάλη αδερφή
του άντρα της, η κακίστρω, η μάγισσα η κακιά του παραμυθιού, η Εικασία με το
όνομα. «Μα πού βρήκαν ετούτο το αλλόκοτο όνομα και τη βάφτισαν;» αναρωτιόνταν
όλοι. Κανείς δεν έφερε τέτοιο περίεργο παρατσούκλι σε ολάκερη την περιοχή. Κι
από κανένα σόι. Μήτε το πατρός μήτε της μητρός της, της Αγγέλως.
Αχ, εκείνη
η μεγάλη αδερφή του άντρα της, η Εικασία, ο κακός δαίμονας, «το κακό σπυρί»,
καραδοκούσε σαν ύαινα να της ρουφήξει τα σωθικά. Δεν της είχε συχωρέσει που
στεφανώθηκε τον αδελφό της εν δόξη και τιμή. Έπαιξαν από μικροί αυτοί παιχνίδια
σεξουαλικά. «Παιχνίδια με τα σώβρακα δεν γίνουνται», τους απόπαιρνε η μάνα
τους. Εκείνα όμως τον χαβά τους. «Παιδιά! Τι περιμένεις;». Εκείνη τον μεγάλωσε.
Η Κασσάνδρα-Εικασία. Ήταν δώδεκα χρονώ όταν γεννήθηκε ο διάδοχος. Και στο δικό
της βυζί ξαπόσταινε όταν η μάννα τους δεν ήθελε ούτε να τον ακούσει. Είχε πάθει
βαριά αρθριτικά και της πέσανε τα δόντια από τη γέννα τούτη την καθυστερημένη.
Κόντευε πενήντα χρονώ. «Ούτε η Σάρρα!», σιγοψιθύριζαν οι γειτόνισσες, οι
φαρμακόγλωσσες. «Γι' αυτό της πέσανε τα δόντια ούλα».
Όμως
εκείνη ήταν ακόμη νεαρή. Θα είχε δεν θα είχε κλείσει τα είκοσι εφτά. Φυσικά,
την ταυτότητα την είχανε αλλάξει για να παντρευτεί μικρότερο. Τρομάρα της.
«Ψώνισε από σβέρκο!». Μάλιστα. «Αχαΐρευτος κι ανεπρόκοπος – πολυτεχνίτης κι
ερημοσπίτης». Και το μυαλό του όλο στα πονηρά. Κολλημένο. «Αρρώστεια είν' αυτή.
Τι να πεις», έλεγε στην αδερφή της την ξεπαρθενεμένη, την καταντροπιασμένη από
τα δεκατέσσερα, το όνειδος της οικογένειας, όπως έλεγε ο παπάς της ενορίας.
«Πάλι καλά που βρήκε έναν ανθρωπάκο και την κουκουλώθηκε». Φόρτωμα πάντως δεν
του έγινε. Δουλευταρού μέχρι αηδίας. Και οι δυο τους. Ξέδιναν με το νοικοκυριό.
Αστράφτανε τα κατσαρολικά. Καθρέφτες. Έβλεπες τη μούρη σου μέσα.
Η
Κασσάντρα, η Εικασία την παραφύλαγε νυχθημερόν. Και μπορεί να έκανε πως το
χώνεψε, όμως ετούτο το μούλικο άχτι το είχε. Ευχαρίστως θα το έπνιγε με τα ίδια
της τα χέρια. Έπρεπε να προσέχει η ηρωίδα μας. Με κακό θεριό είχε να παλέψει.
Ερωτευμένη η γυναικαδέλφη της (κουνιάδα το λένε αυτό σε εκείνα τα μέρη),
ερωτευμένη με τον αδελφό της, η στρίγγλα, η κακούργα η Εικασία. Βρουκόλακας
σωστός… «Ό,τι κι αν σας πω για δαύτηνε θα σας πω ψέμματα – λίγα θα είναι…
λιγοστά. Αναρίθμητα τα κακουργήματά της, αποτρόπαια, ειδεχθή, αποκρουστικά…»,
εξομολογιότανε στην αδερφή της την ξεμπουρλεμένη, που την άκουσε με πολλή
προσοχή και με άκρα σοβαρότητα κουνούσε πού και πού το κεφάλι, σα να μην ήξερε
ποιαν να λυπηθεί περισσότερο: την αδελφή της ή τον εαυτό της;
Πολλά τα
φονικά και τα ατιμώρητα εγκλήματα σ' εκείνο το μεσαιωνικό χωριό στις υπώρειες
του Ταϋγέτου. Πολλοί νεκροί χτισμένοι στους πύργους, στις ξερολιθιές, πολλά
πτώματα ριγμένα στα πηγάδια, πεταμένα στα σκουπίδια, στις χωματερές να τα φάνε
τα όρνια και τα άγρια σκυλιά. Πολλοί οι αυτοκτονημένοι, οι δηλητηριασμένοι από
αρσενικό, ποντικοφάρμακο, κατσαριδόσκονη, ακόμα και με D.T.T., πολλά πρόσωπα
παραμορφωμένα από βιτριόλι. Ανάπηρες ψυχές, κακοσήμαδες. Σώματα βιαστικά
θερισμένα, πεσμένα κάτω από χαγιάτα, έξω από πόρτες πονηρές, μυστικές, κρυφές,
από το πίσω μέρος των κήπων… σώματα ξεματωμένα από ύπουλη μαχαιριά, «στην
ηλιαία φλέβα», όπως είπανε μετά το πλέον πρόσφατο φονικό, όταν ήμουνα παιδί
μικρό, στο δημοτικό σχολείο.
Θα ήθελε
να φύγει, να δραπετεύσει, να πάρει δρόμο, να τρέξει στον κατήφορο και «να ρίξει
μαύρη πέτρα πίσω της»… Να μην γυρίσει μήτε να κοιτάξει. Σαν τη γυναίκα του Λωτ
και μαρμαρώσει. Σαν την Ευρυδίκη και ξαναγυρίσει πάλι στον υγρό τάφο του
συζυγικού της σπιτιού. Μα πού να πάει. Είναι δειλή και μόνη. Μια ζωή
εσώκλειστη. Από τα υπόγεια του πατέρα της στα υπόγεια του αντρός της. Είναι
αιχμάλωτη δια βίου. Της λείπει η θέληση. Είναι πλασμένη θρασίμι. Γεννημένη
θύμα. Να σκύβει το κεφάλι και να κλαίει σιωπηλά πάνω από τη σιδερώστρα που «δεν
της έδωσε ο θεός παιδιά». Να το ακούω και να με μαχαιρώνουνε στην καρδιά ετούτα
τα λόγια τα παράλογα. Κι εγώ τι ήμουνα; Πόσοι έπρεπε να ήμασταν δηλαδή; Μήπως
γι' αυτό έγινα τόσοι πολλοί κι έκανα τόσα που δεν χωράνε στη ζωή ενός
συνηθισμένου ανθρώπου;
Αιχμάλωτη.
Φυλακισμένη. Δεν θα δραπέτευε ποτέ. Μονάχα μέσα στο φέρετρο, πίσω από τα
εξαπτέρυγα, με την κουδουνίστρα του θυμιατού μανιασμένη και με του λιβανιού την
ασφυξία στα ρουθούνια. Στα δικά μας, όχι στα δικά της. Εκείνη ήτανε για πρώτη
φορά στην ταλαίπωρη ζωή της γαληνεμένη, με το μαλλί μαύρο και τα μάτια σφαλιστά
για πάντα. Την είχανε πνίξει η Ουκρανή που την κρατούσε (μια εβδομάδα πριν
απολυθεί για κακοδιαχείριση) κι ο αλήτης ο άντρας της, που έτρεχε μια ζωή
ξωπίσω από τον ποδόγυρο σαν λιπόσαρκο σκυλί που του τρέχουνε τα σάλια.
Σαν την
έβγαζαν έξω από τις καμάρες του παλαιού πετρόχτιστου σπιτιού ο πρωτότοκος γιος
της Εικασίας-Κασσάντρας με διπλάρωσε και μου είπε με το πονηρό γλυκανάλατο ύφος
του καλού Σαμαρείτη: «πότε να φέρουμε τα πράγματά μας εδώ;». «Ποτέ!!!», άκουσα
τον εαυτό μου να ουρλιάζει. Κι όλοι γύρισαν να δούνε τι γίνεται. Κοράκια. Από
εκείνη την ημέρα μίσησα εκείνο το σπίτι, και τον δολοφόνο τον πατέρα του και
τους πρώην συγγενείς μου και όλο του το σόϊ. Από εκείνη την ημέρα θα ήθελα,
ήμουνα σίγουρος πως – δεν μπορεί – ήτανε θετός μου πατέρας ετούτο το θηρίο κι
όχι πραγματικός, φυσικός πατέρας, συγγενής εξ αίματος. Συγγενείς εξ αγχιστείας
θα ήθελα να είναι για να μπορούσα να τους χωρίσω, να πάρω διαζύγιο από δαύτους,
να τους ξεχάσω για πάντα.
Όμως ας
γυρίσουμε πίσω στην ιστορία μας. Ας την πάρουμε πάλι από την αρχή. Εκείνη
κείτεται στο μαιευτήριο, το μοναδικό ιδιωτικό μαιευτήριο στην ευρύτερη περιοχή.
Πανάκριβο. Δυσπρόσιτο για τα συνηθισμένα βαλάντια. Τα κοινά πορτοφόλια δεν
άντεχαν τόσα υπέρογκα έξοδα, τόση πολυτέλεια. Τα πατώματα να αστράφτουν από τις
χλωρίνες, «να ντρέπεσαι να πατήσεις».
Για την
ώρα της χρεώσανε, εκτός από ένα ξένο μωρό («κι ήτανε γαλανομάτικο το
μούλικο!!!»), της χρεώσανε και μια δήθεν «ψύχωση λοχείας» για να
δικαιολογήσουνε στον φυσικό πατέρα του παιδιού, που ήθελε να κρύψει τον καρπό
του μεγάλου έρωτά του (και να κάνει κι αποταμίευση D.N.A. στην περίπτωση που θα
του σκοτώνανε τα νόμιμα τέκνα του – όπερ κι εγένετο). Είναι κακιά μητριά η
Μοίρα μερικές φορές. Και πάντα εκδικείται. Σιχαίνεται το ψέμα ο θεός. «Κάθε τι
κρυφό είν' αμαρτία», έλεγε μια γριά τσατσά, πρώην πόρνη, που εξομολογιότανε
συχνά και το έπαιζε «μετανοούσα Μαγδαληνή», «αφού είχε πηδήξει πολλά παλούκια»,
όπως έλεγε η γιαγιά μου σε κρίσεις (αριστοφανικής) ειλικρίνειας. Όμως εκείνη
δεν είχε να κρύψει τίποτα; Τις πομπές του άντρα της; Καλός ήτανε κι ο συχωρεμένος.
Αργοπέθαινε στο μέσα δωμάτιο, στο κατώι. Είχε δική του τουαλέτα. Αργόσβηνε.
Κάθε τρεις και λίγο πήγαινε προς νερού του. Ο καρκίνος τον είχε χτυπήσει εκεί
χαμηλά. «Εκεί που είχε αμαρτήσει», έλεγαν οι γειτόνισσες και η γραία μαμμή που
δεν την είχε τιμήσει με το σπέρμα του. Όχι εκείνην, ποτέ. Εκείνη ήτανε ιερή,
γιατί ξεγεννούσε γυναίκες και ζωντανά. Αδιαμαρτύρητα. Όποια ώρα κι αν τη
φώναζες, τη μέρα ή τη νύχτα, ερχόταν, πειθήνια, σαν άλογο, εξημερωμένο…
Η λεχώνα
μας βιώνει έναν άλλον θάνατο, αργό. «Ψύχωση λοχείας» θα γράψουνε στο βιβλιάριο
υγείας. Των αδίκων άδικα. Εκείνη δεν είχε σηκώσει το χέρι της ούτε τον εαυτό
της να χαστουκίσει. Ακόμα και τότε που της άξιζε για τα λάθη και τις στραβές
επιλογές της. Μα είναι κάτι άλλο, βαθύτερο, που τη στοιχειώνει. Κάτι που δεν θα
το εξομολογηθεί σε κανέναν. Ποτές. Μήτε στο γιατρό. Μήτε στο γιο της, τον
μονάκριβο, που είχε παράπονα, λέει, πως δεν τον μεγάλωσε σωστά, δεν έδειχνε
ενδιαφέρον το πρέπον, πως «μεγάλωσε μόνος του σαν ορφανό». Άκου πράγματα! Ε,
αυτά ήξερε, αυτά έκανε. Δεν κάτεχε παραπάνω!!!
*
Η πρώτη νύχτα στον πλανήτη Γη.
Εδώ η
μνήμη αγκυλώνει. Όσες τεχνικές κι αν κατέχεις, όσων τεχνασμάτων κι αν
μετέλθεις… Ακόμα κι ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη διακινδυνεύοντας όσα δεν
τόλμησε στα τείχη τα πανύψηλα της Τροίας, μόνο και μόνο για να μάθει τον τρόπο
επιστροφής στην Εστία, στην αρχετυπική μήτρα, που δεν έχει οδό μήτε αριθμό,
μόνον αρίφνητο πόνο. Και το τραύμα τούτο δεν κλείνει ποτέ. Πώς πάμε λοιπόν στο
πιο σκοτεινό κομμάτι της ψυχής; Ποιον διακόπτη να γυρίσουμε για να φωτίσουμε τα
ερέβη; Θα κάνω το πρώτο βήμα εγώ κι εσείς ακολουθήστε με. Ατρόμητος Ηρακλής
οδεύοντας προς την πυρά που μόνον νεκρική δεν είναι. Κάθε άλλο…
[Πρέπει να
επιστρέψω το κλειδί στη ρεσεψιόν. Check-out από το ξενοδοχείο. Ποιος ξέρει αν
θα γυρίσω; Τι σημασία έχει; Πήραμε υπερβολική δόση από τη ζωή εδώ. Καιρός να
γυρίσουμε κι άλλα εδάφη. Να πλεύσουμε σε χωρικά ύδατα πρωτόγνωρα, με τα εκεί
τέρατα που δεν μπορούν να παραβγούν με τα δικά μας… Ας είναι… Αν αξίζει κάτι
στο ταξίδι αυτό είναι η αφοβιά…].
Κι όμως
τρέμω μην τσακίσω όλα μεμιάς τα κρύσταλλα της μνήμης. Πολυέλαιος πάνω σ' άλλο
πολυέλαιο πάνω σ' άλλο πολυέλαιο… Τόσο δύσκολο λοιπόν είναι να θυμηθείς τι
έγινε; Τι πραγματικά έγινε; Μωρό, ναι. Μα κάθε άλλο παρά ηλίθιο. Ανόητος δεν
ήμουνα ποτέ. Παρορμητικός; Συχνά. Και διέπραξα πολλά λάθη. Ίσως παραπάνω από το
κανονικό. Όμως τι σχέση είχα (κι έχω) εγώ με τον μέσο όρο;
Τα πιο
κάτω θα τα διαβάσετε με σκεπτικισμό και για την ηδονή της λογοτεχνίας, που
είναι – ούτως ή άλλως – ένα κατασκεύασμα, ένα καλοστημένο παιχνίδι. Ακόμα κι αν
βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ειδικά τότε…
Ήταν
λοιπόν νύχτα. Μαύρα μεσάνυχτα. Το νερό ξεχείλιζε στον χείμαρρο. Κάτι λέξεις
φλυαρούσαν με τον αγέρα. Οι ευκάλυπτοι μόνο παρέμεναν σκοτεινοί. Τα φύλλα της
ελιάς φωσφόριζαν στην πεδιάδα πέρα. Και κάπου έπεσε ένας κεραυνός.
Εκκωφαντικός…
Τώρα
πρέπει να το πω. Να το γράψω. Τα διηγήθηκα πάμπολλες φορές στα ευήκοα ώτα του
ανέμου.
Εκείνη
πλησίασε την κούνια του μωρού. Ένα διαμάντι, μονόπετρο, έλαμπε στο μεσιανό της
δάχτυλο καθώς κρατούσε το σφυρί με το δεξί της χέρι. Φώτα νυκτός. Πρασινωπός
σπαραγμός. Ένα κουμπί από την ιατρική της ποδιά σκάλωσε κάπου (στα μεταλλικά
κάγκελα του κρεβατιού, ίσως) κι έπεσε με κρότο στο καλογυαλισμένο πάτωμα.
Μια-δυό-τρεις.
Μία στο δεξί βρεγματικόν οστούν. Στο κρανίο. Δεύτερη στο αριστερό μάτι. Από
τότε τυφλό. Η τρίτη σφυριά έσπασε τρία πλευρά στη δεξιά πλευρά μου, κάτω από τη
μασχάλη. Ο θώρακας παραμορφώθηκε από τότε για πάντα…
«Και γιατί
δεν αποτέλειωσες το έργο σου; Γιατί δεν ΜΕ αποτέλειωσες;», τη ρώτησα σαράντα
χρόνια μετά, όταν εκείνη ήρθε να μου ζητήσει συχώρεση και να εξομολογηθεί (με
αυτή τη σειρά). Με το τσιγκέλι της τα έβγαζα.
«Γιατί
είδα έναν δράκοντα, πανύψηλο, τέρας θεόρατο, ίσαμε εκεί πάνω… άγγελος;
Δαίμονας; Τον είδα να πετάγεται παρευθύς πίσω από την σπονδυλική σου στήλη,
όπου ήτανε κρυμμένος, κουλουριασμένος… άφησε την φωλιά του όπου είχε κουρνιάσει
χαμηλά στον κόκκυγά σου (για αυτό έγινες… αυτό) και τον είδα κοψοχολιασμένη να
ορμάει κατά πάνω μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Άρχισε να με κυνηγάει, βγάζοντας
φωτιές από το στόμα, στους διαδρόμους της πανάκριβης και πεντακάθαρης ιδιωτικής
κλινικής (που ήταν και μαιευτήριο και παιδιατρείο και… και….). Από τότε
παράτησα την παιδιατρική κι έγινα ψυχίατρος. Ψυχαναλύτρια. Ειδικευμένη στους
ανίατους τρελούς. Εκείνους που βλέπουμε οράματα…».
«Σαν κι
εσένα», της επιτέθηκα,
«Σαν κι
…εμένα», απάντησε δειλά, διστάζοντας.
Σιγή. Βλέπετε; Ήταν τόσο απλό. Το είπα. Το έγραψα και τώρα
δεν ξεγράφει.
«Μα τώρα;
Και τώρα; Τι θα κάνεις τώρα που τα έμαθες όλα; Τι ζητάς και τι γυρεύεις; Γιατί
σκαλίζεις τα παλιά; Εκδίκηση; Λεφτά;», αντεπιτέθηκε σαν οχιά με τον
χαρακτηριστικό της αγενή, ορεσίβιο τρόπο.
«Τίποτ'
απ' όλ' αυτά. Σαράντα χρόνια μετά θα σου ευχηθώ να ζήσεις άπειρα χρόνια και να
υφίστασαι καθημερινώς τους ίδιους πόνους που μου επέφερες μ' εκείνο το σφυρί»,
την καταράστηκα ασύστολα, με ήρεμη φωνή, χωρίς να θυμώσω, δίχως να οργιστώ,
όπως λέμε τη συνταγή ενός φαγητού, σα να μιλάμε για ένα γλύκισμα, τετριμμένο,
καθημερινό…
«Αντιπεπονθός»,
διέγνωσεν εκείνη, η σκρόφα. «Είναι ο τίτλος σ' ένα από τα συγγράμματά μου, εκεί
στον μακρινό Βορρά, όπου με έκρυψε ο παππούς σου, ο πεθερός του πατέρα σου για
να γλιτώσω την οργή του γαμπρού του»…
«…στον
Καναδά κατέφυγες για ν' αποφύγεις τη σύλληψη από την αστυνομία. Γιατί το
έκανες; Τι σε ανάγκασε; Ποιος; Σε εκβίαζαν; Με τι; Μπορώ να φανταστώ σεξουαλικά
εγκλήματα, παραβάσεις κι υπερβολές της νιότης… Κι αν όχι μ' αυτό, τότε με τι;».
Εκείνη αποφεύγει να απαντήσει ευθέως. Γυρίζει την κουβέντα
τεχνηέντως σε άλλα θέματα, παραπλήσια, εκεί που την συμφέρει και «παίζει στο
γήπεδό της».
«Είδα
πολλά μωρά παρατημένα στα μαιευτήρια που υπηρέτησα. Θα ήθελα τώρα να μπορούσα
τότε να τα έχω υιοθετήσει όλα… όλα…».
«Κι
εμένα;».
«Ναι, κι
εσένα. Ειδικά εσένα, κυρίως εσένα…».
Έχει χάσει τον έλεγχο, έχει ξεφύγει. Η μάσκα της έχει
φύγει, έχει πέσει στο έδαφος, στο αριστερό της πόδι και κείτεται εκεί σαν γατί.
Μισεί τα ζώα. Και κάθε τι ζωντανό. Ακόμα και τον εαυτό της. Πρωτίστως αυτόν.
Της ορμάω ξανά:
«Δεν
μιλάς; Τους καλύπτεις ακόμα; Μα έχουν πεθάνει όλοι, προ πολλού. Κι αυτοί και τα
αποσπόρια τους. Όλοι τους κακήν-κακώς πήγανε. Από την κατάρα της μάννας μου,
της Μαρίας, που καταράστηκε κατά λάθος κι εμένα, μαζί με τα νόμιμα παιδιά του
αγαπητικού της. Τόση ειρωνεία λοιπόν; Πώς να την αντέξει ένα φτωχό μυαλό; Πώς
να την χωρέσει ένα σωματάκι τόσο δα, ανυπεράσπιστο, ανήμπορο… Πώς μπόρεσες; Τι
είσαι εσύ; Θηρίο ή άνθρωπος; Θεός ή δαίμονας; Από ποια Κόλαση βγήκες κι ήρθες
εδώ να μας βασανίσεις;».