Ήταν
από εκείνες τις κυριακάτικες εσπέρες που – όπως λέει το τραγουδάκι – θα ήθελες
να μην ξημέρωνε ποτέ Δευτέρα. «Πάει κι αυτή κι η Κυριακή / και η χαρά μας πάει
/ ήτανε τόσο βιαστική / όπως και κάθε Κυριακή / που πριν τη ζήσουμε περνάει»….
Στα υπαίθρια τραπεζάκι γνωστής
ταβέρνας πάνω σε πεζόδρομο που τον διέσχιζαν σε τακτικά διαστήματα μηχανάκια,
ακόμα και δίκυκλα (για να μην πούμε «τετράκυκλα» και συλληφθούμε για
τερατολογία.
Σε ένα από αυτά τα (καλυμμένα με
πανί κι από πάνω πλαστικό) καθόντουσαν αμέριμνοι δύο πανεπιστημιακοί και
συζητούσαν. Τα γνωστά, ξέρετε: ίντριγκες δηλαδή, βυζαντινές δολοπλοκίες που θα
τις ζήλευαν κι οι ευνούχοι των κινέζων αυτοκρατόρων.
Σε μια αποστροφή, ο ένας από τους
δύο, ο πλέον αρειμάνιος και λιγότερον ογκώδης από τον άλλον (δεν θα τον έλεγες
και «λεπτόσωμο» - για να θυμηθούμε την προχουντική Ψυχολογία), χτυπάει το χέρι
του τρεις φορές στο τραπέζι και τινάζονται μέχρι επάνω τα πιάτα με τα
μεζεδάκια. Ήταν ακόμα στα ορεκτικά… Οι άλλοι γύρω κοίταξαν προς στιγμήν
ανήσυχα, αλλά με ένα σιωπηρό νεύμα του σερβιτόρου ξαναγύρισαν στις δουλειές
τους, στο πιάτο και στο …κινητό τους, που το μπαχάλευαν ακόμα κι όταν μιλούσαν
για κάτι σοβαρό ή απαντούσαν σε μια ερώτηση, μάλλον αφηρημένα.
Εκείνη τη στιγμή, την «ώρα την
κακιά» που λένε οι γιαγιάδες στα χωριά, περνάει ένας (προφανώς και καταφανώς)
τοξικοερξαρτημένος (παλιά το λέγαμε «ναρκομανής» αλλά τώρα δεν επιτρέπεται –
δεν είναι «πολιτικώς ορθόν» - political correct
για αυτούς που δεν ξέρουν ελληνικά)…
Είναι ψηλός, ξερακιανός και με μια
αύρα τόσο μαύρη που συναγωνιζόταν την τρύπα της ανακύκλωσης στο κέντρο του
Γαλαξία, του σπειροειδούς, όχι του άλλου, της Ανδρομέδας, που θα μας
καταβροχθίσει μετά από δισεκατομμύρια (γήινα) χρόνια, τότε που δεν θα έχει απομείνει
μήτε σκόνη από τα κοκκαλάκια μας.
Ο νεαρός (τρόπος του λέγειν) θέλει
καυγά. Ζητάει ψιλά, ναι μεν αλλά… κατά βάθος είναι τρελαμένος, νευρικός, σα να
επιθυμεί να προκαλέσει. Οι δύο άντρες τον αγνοούν. Εκείνος επιμένει… πάνω από
το κεφάλι του ενός, του πλέον λιγνού, που είχε χτυπήσει τρεις φορές το χέρι στο
τραπέζι και τινάχτηκαν τα πιάτα μέχρι τον ουρανό. Του ζητάει επιδεικτικά
χρήματα. Ειδικά από εκείνον. Ο άλλος ενοχλείται. Λογοφέρνουν:
-
Γιατί μας ενοχλείς; Μιλάμε.
-
Μπα; Να χτυπάμε όμως το χέρι στο τραπέζι ξέρουμε!
-
Να μην σε αφορά. Δουλειά σου και δουλειά μου.
-
Έτσι νομίζεις;
-
Μα δεν μου λες: γιατί να σου δώσουμε λεφτά; Σε ξέρουμε; Μας ξέρεις;
-
Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι.
«Το πράγμα χοντραίνει», λέει ο άλλος
καθηγητής, ο πλέον ψύχραιμος, που μοιάζει με τον Βούδα. Όμως οι δύο μονομάχοι
συνεχίζουν ακάθεκτοι:
- Να
πηδάς τις φοιτήτριες όμως ξέρεις. Τις μικρούλες, από την επαρχία. Τις
πρωτοετείς.
- Αστυνομία,
Αστυνομία! Φωνάζει ο άλλος.
Κάνει να σηκωθεί και να
στραφεί προς το γκαρσόνι. Όμως δεν προλαβαίνει. Η λεπίδα μπήγεται γρήγορα στα
σωθικά του, στην αριστερή πλευρά, ακριβώς κάτω από τα οστά του θώρακα και πετυχαίνει σίγουρα συκώτι.