Είχε φθάσει ήδη τρεις το μεσημέρι, το «Νormands Garden of Peace»
ήταν πολύ
κοντά μου και ακριβώς απέναντι από το σημείο που βρισκόμουν ήταν το πορθμείο, έστριψα δεξιά και μπήκα στο άλσος του «Νormands
Garden of Peace» από
την είσοδο που βρίσκεται περνώντας πάνω από την γέφυρα του «Castle bridge». Είχα ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά για αυτό το άλσος.
Κουρασμένος από τη διαδρομή
κινήθηκα προς το
κάστρο, έφθασα μπροστά από μια αλέα, τη διέσχισα κάθετα για να φθάσω στο καφέ που ξεπρόβαλε μπροστά μου, είχα απεγνωσμένα την ανάγκη να πω έναν καφέ και να ξαποστάσω από την περιήγηση
μου στην πόλη, θα είχα κάνει τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα περπατώντας και πραγματικά δεν λατρεύω καθόλου το βάδισμα.
Λίγα μέτρα πριν φθάσω στην είσοδο του καφέ είδα
τους θαμώνες του, ανθρώπους κάθε ηλικίας, φύλλου και χρώματος να πετάγονται σαν
τρελοί από την πόρτα της εισόδου του ή να σπάζουν τα παράθυρα που ήταν στους πλαϊνούς τοίχους και να πηδούν στον προαύλιο χώρο χωρίς καν να υπολογίζουν ότι μπορεί να τραυματιστούν από τα θραύσματα τους, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, τι ήταν αυτό που τους τρόμαξε τόσο πολύ και λειτουργούσαν τόσο απελπισμένα.
Τα τζάμια έσπαζαν
κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο πανικό, τους παρατηρούσα
τρομαγμένος, ακίνητος σαν άγαλμα να τρέχουν προς τα δέντρα που ήταν ακριβώς απέναντι από το καφέ για να κρυφτούν πίσω από τους πελώριους κορμούς τους ή και σε κάποια άλλα που ήταν διασκορπισμένα μέσα στο άλσος.
Συνέχιζα να είμαι ακίνητος σαν να καρφώθηκα στο έδαφος, άκουσα δυνατούς ήχους που έμοιαζαν με πυροβολισμούς
και ένιωσα ένα δυνατό κάψιμο στον δεξί μου ώμο, έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος. Ο πόνος που ένοιωθα ήταν
αφόρητος, είχε πλημμυρίσει από αίματα το μπροστινό πάνω μέρος από τη μπλούζα μου και το εσωτερικό μέρος που ήταν ντυμένο με μια φόδρα που είχε γίνει κατακόκκινη από σταχτί, από το δερμάτινο σακάκι που φορούσα.
Ένοιωσα μια έντονη αναγούλα και τον πόνο να μου τρυπά τα μηνίγγια και να σφηνώνει στο μυαλό μου ο τρόμος. Συνέχισα να παρατηρώ πεσμένος στο έδαφος σε απόσταση αναπνοής από την είσοδο του καφέ τους γύρω χώρους, διαπίστωσα ότι μόλις ο κόσμος κρυβόταν πίσω από τα δέντρα στη
συνέχεια προσπαθούσε τρέχοντας να βγει
στον δρόμο για να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο και να προσπαθήσει να επιβιβαστεί, έβλεπα τις χειρονομίες, τα σηκωμένα χέρια, τα φρένα των αυτοκινήτων να στριγγλίζουν και μετά να ξεκινούν με απίστευτη ταχύτητα για να σωθούν από τους πυροβολισμούς που στρεφόταν αδιακρίτως σε όσους ακόμα βρισκόταν σε απόσταση βολής.
Οι λάμψεις από τους πυροβολισμούς ερχόταν μέσα από το καφέ αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω ούτε πόσα άτομα ήταν ούτε τι όπλα είχαν.
Τα ουρλιαχτά τους δονούσαν στα αυτιά μου απόκοσμα και μου δημιουργούσαν έντονα το συναίσθημα του πανικού και της απόγνωσης. Ήμουν στο έλεος του θεού, μόνος, ανήμπορος χωρίς να μπορώ να αντιδράσω, έμενα εκεί πεσμένος στο ίδιο σημείο μπρούμυτα πάνω στα χαλίκια της αυλής να προσεύχομαι να τη γλιτώσω από αυτήν
τη τρέλα που ζούσα ξαφνικά.
Πέρασαν μερικά λεπτά που μου φάνηκαν σαν αιώνας, αιμορραγούσα και πονούσα, σχεδόν δεν ένοιωθα καθόλου το δεξί μου χέρι, έβγαλα το σακάκι με μεγάλη δυσκολία και με το αριστερό μου χέρι και με τη βοήθεια των δοντιών μου έκοψα ένα κομμάτι από το μανίκι της μπλούζας μου και έδεσα τον ώμο μου πρόχειρα. Ένοιωθα απέραντη ευγνωμοσύνη για την καλή
μου φίλη τη Ντοντό που πριν χρόνια με είχε πείσει να παρακολουθήσω μαθήματα πρώτων βοηθειών στον Ερυθρό
Σταυρό, που να φανταστώ τότε ότι θα μου ήταν τόσο μα τόσο πολύ χρήσιμα τούτη την ώρα.
Στα δεξιά μου σε μια συστάδα
δέντρων άκουσα θορύβους κάτι σαν σούρσιμο, αναθάρρησα γιατί διαπίστωσα
παρατηρώντας προσεχτικά με μεγάλη ανακούφιση, ότι άρχισαν να αναπτύσσονται οι
ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, μπορούσα να διακρίνω τον βαρύ οπλισμό τους τα κράνη
και τις αλεξίσφαιρες ασπίδες τους.
Από την πλευρά του καφέ
είχαν σταματήσει οι πυροβολισμοί και στο βάθος διέκρινα μια φιγούρα να κινείται
σχεδόν έρποντας προς τα σπασμένα παράθυρα.
Ο Επικεφαλής όπως κατάλαβα
των αστυνομικών δυνάμεων με χειρονομίες και νοήματα μου έλεγε να προχωρήσω προς
το μέρος τους, ενώ ένας αστυνομικός είχε πιάσει θέση στο ψηλότερο και πιο χοντρό
κλαδί ενός δέντρου που βρισκόταν στη μέση της συστάδας και σημάδευε με την κάννη του όπλου του, ένα Μ16 προς το κτήριο του καφέ, μάλλον θα ήταν
ελεύθερος σκοπευτής και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εξουδετερώσει την απειλή οπλισμένων ή μπορεί και οπλισμένου άνδρα,
κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, κανείς δεν ήξερε πόσοι κακοποιοί, ίσως και τρομοκράτες να
ήταν μέσα στο κτήριο και αν είχαν κρατήσει ομήρους κάποιους θαμώνες του καφέ.
Πήρα θάρρος από τις συνεχείς
προτροπές του αξιωματικού και άρχισα έρποντας να κατευθύνομαι προς την συστάδα
των δέντρων που ήταν ακροβολισμένοι οι αστυνομικοί, η απόσταση που μας χώριζε ήταν περίπου τρία με τέσσερα μέτρα, η αγωνία μου να φτάσω μου έδινε ώθηση, ο πόνος ήταν αβάσταχτος στον ωμό μου, ο ιδρώτας
κρύος έλουζε το πρόσωπο μου, τα χαλίκια μου κάρφωναν σε κάθε κίνηση που έκανα
το κορμί μου, έπαιρνα όμως δύναμη να συνεχίσω να μην τα παρατήσω να φτάσω στα δέντρα
να σωθώ!