Μέχρι φέτος τού Αγίου Πνεύματος, που ενθυμήθηκε τα περίφημα
«σαράντα κύματα» (απωθημένη τελετουργία από την πρώτη τάξη του Δημοτικού, επί
χούντας – πήγε μάλιστα έναν χρόνο νωρίτερα γιατί τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία
κι εκείνος, βλέπεις, βιαζότανε να μάθει γράμματα, να απελευθερωθεί από την
χειρωνακτική δουλεία τής αγροτικής ζωής).
Μπήκε λοιπόν στη θάλασσα δειλά στην κρύα θάλασσα (ήτανε
βαρύς ο χειμώνας εφέτος, ακόμα τα λιωμένα χιόνια κατεβαίνουν από τα βουνά) και
ξάφνου παραφρόνησε… Είδε φλόγες γύρω του κι άπειρες πεταλούδες, πολύχρωμες, να
κάνουνε μακροβούτια στα κύματα – μερικές μάλιστα φαινόντουσαν σαν
αθλητές/αθλήτριες τού wind
surfing. Ένιωσε
το κορμί του πανάλαφρο, να ανεβαίνει ιλιγγιωδώς προς τα επάνω, σαν να τον ρουφάει
κάποια ηλεκτρική σκούπα, αόρατη και τρομερής ισχύος (δισεκατομμυρίων κιλοβάτ).
«Μήπως αυτή είναι η μαύρη τρύπα στο κέντρο τού Γαλαξία;», πρόλαβε να σκεφτεί με
το γήινο μυαλό του. Κι αμέσως μετά χάρηκε, χάρηκε πολύ. Είδε το φωτεινό τούνελ
που περιγράφουν τα βιβλία με εμπειρίες από το Επέκεινα, αγροίκησε
μουσικές, σαν αγγελικές χορωδίες, μύρισε αρώματα που δεν έχει «ακούσει»
ανθρώπου μύτη και στο τέλος άκουσε τον εαυτό του να λέει «Επιτέλους,
πέθανα!!!».
Ξύπνησε στην αμμουδιά με μια ναυαγοσώστρια να τον φιλάει
παθιασμένα στο στόμα. Κάτι ρουφηχτά πουλιά που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει.
«Έπρεπε να πεθάνω λοιπόν για να νιώσω άνθρωπος;» είπε φωναχτά (σε κάποιο
διάλειμμα τού French
kissing).
Τότε όλοι γέλασαν, τον κεράσανε ούζα κι από τότε πήρε άλλη ρότα η ζωή του.
Έγινε έξω καρδιά, γενναιόδωρος (καλά, αυτό ήτανε πάντα), εργατικός,
σκανδαλιάρης, η χαρά τής παρέας!!!
Του Αγίου Πνεύματος όλ' αυτά. Τυχαίο; Τι να πω; «Ό,τι και
να σας πω θα σας πω ψέματα», όπως έλεγε αθώα και μισοκακόμοιρα η «ανθηρόστομη»
γιαγιά του Αγγελική. Δεν κάτεχε σχεδόν τίποτα από τα θεία, αλλά έτρεφε ένα
ανεξήγητο, ενστικτώδες θα έλεγα, δέος για το Άγνωστο.