Αυτό μου το είχε πει μια πρώην φίλη μου (και νυν ορκισμένη εχθρά μου) για μια άλλη πρώην (και κοινή μας) φίλη, που αυτές μισιόντουσαν και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική στον Μεσαίωνα
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
«Ο βρεγμένος δεν βρέχεται…», ο τρελός δεν τρελαίνεται κι ο κουνημένος δεν κουνιέται από σεισμό (δική μου η παροιμία, μπορείτε να την αντιγράψετε, αλλά με πλήρη βιβλιογραφική παραπομπή, παρακαλώ – ή την έχουμε μια πνευματική περιουσία είτε δεν την έχουμε – προς το δεύτερο τείνω να καταλήξω και να πιστέψω).
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου. «Πολλών ανθρώπων είδον άστεα και νόον (ουχί μόνον) έγνων». Αυτά παθαίνει κανείς άμα τριγυρνάει κι έχει τον …ακάθιστο. Από τρελό σε τρελό πήγαινα. «Μα τι έχω πάνω μου και τους τραβάω; Το μαλακόσημο στο κούτελο;», αναρωτήθηκα. Δεν ξέρω όμως τι σήμαινε εκείνο το τεράστιο «Μ» [κεφαλαίο] που σφράγιζε την αύρα μου, εξ γενετής, από την κούνια μου. Κάθε κυρία που ερχότανε στο σπίτι επίσκεψη για να την κεράσει η μαμά λικέρ μπανάνα, λικέρ βερίκοκο, λικέρ τριαντάφυλλο και βύσσινο γλυκό του κουταλιού… όλες μα όλες, μου τσιμπούσαν τα μάγουλα, μ' ετραβολογούσαν και μ' έπαιρναν στην αγκαλιά τους (θέλοντας και μη). Ήμουνα βλέπεις πολύ ξανθό, με κάτι τεράστια γαλανά μάτια, πιο καθαρά κι από τον ουρανό το κατακαλόκαιρο. Το πράγμα είχε πάρει τεράστιες (για την αντοχή μου) διαστάσεις, είχε μετατραπεί σ' επιδημία το χαϊδολόγημα, μέχρι που αποφάσισα να πάρω δραστικά μέτρα. Θα ήμουνα δεν θα 'μουνα τριών χρονών, κατά πώς λένε και διηγούνται οι εσχατόγριες, όταν είπα σε μία άτεκνη κουτσομπόλα γειτόνισσα με στεντορεία φωνή, αφού τόλμησε – για πολλοστή φορά – να μου τσιμπήσει τα μάγουλα κι εκείνα (τα ταλαίπωρα) να κατακοκκινίσουν. «Να φας σκατά μωρή!!!». Αυτό θα ακούστηκε σαν πυροβολισμός μέσα στην αστική ευγένεια. Τους ξέβαψα το λούστρο. Από τότε κανείς / καμία δεν τόλμησε να με πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη από τρία μέτρα. Κλωτσούσα, δάγκωνα, χτυπούσα κι έβριζα χωρίς διακοπή. Έτσι γλίτωσα από τους παιδεραστές που ανθούσαν εκείνη την (μακρινή) εποχή. Ακόμα κι αν δεν φοβόντουσαν την …μυϊκή μου δύναμη, φοβόντουσαν κι έτρεμαν όμως τη γλώσσα μου. Αυτό με κράτησε ζωντανό και υγιή μέχρι τα πενήντα επτά μου. "In one piece", που λένε οι φίλοι μας οι άγγλοι.
Από τότε, πολύ νωρίς, μου βγήκε η φήμη του τρελού, του εξαιρετικού, του «ατόμου με ειδικές ικανότητες»… Πώς να το πω. Θεωρήθηκα χαρισματικός, αλλά και γραφικός συνάμα. Δύο περιστατικά όμως τους έκαναν να με σέβονται και να με φοβούνται. Για μερικούς ανθρώπους, αυτές οι έννοιες είναι ταυτόσημες. Το δέος και ο φόβος είναι για μερικούς συνώνυμα. Αφού δεν με εσέβονταν ας με φοβούνταν καλύτερα.
Το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα στα τέσσερα, το δεύτερο
στα έξι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: ήτανε, λέει, Ιούλιος του
1966, το καλοκαίρι αποδεικνυόταν βαρύ κι ανυπόφορο, ο υδράργυρος σκαρφάλωνε
πάνω από τους σαράντα πέντε βαθμούς Κελσίου, κόβονταν τα σύρματα της Δ.Ε.Η. κι
επέφτανε στο δρόμο τσιρίζοντας. Κι έκανε ΜΙΑ ζέστη! Αφόρητη. Αν λάβεις υπ' όψιν
σου και την υγρασία του κάμπου, που φαινότανε σαν ομίχλη πάνω από τα κεφάλια
μας κάθε πρωί, είχαμε γίνει τελείως …highlanders!!! Το πατρικό μας σπίτι ήτανε σε ένα ύψωμα,
πάνω σε λόφο με έλατα και πεύκα.
Προνομιούχο και προνομιακό – να δω τώρα ποιος θα το αγοράσει – εδέσποζε πάνω στην πεδιάδα με τις ελιές. Όταν ήτανε καθαρός ο ουρανός βλέπαμε την Κρήτη, τη Μεγαλόνησο και κάθε που οι υψηλές θερμοκρασίες επέτρεπαν το φυσικό φαινόμενο του αντικατοπτρισμού πάνω στην υγρή άσφαλτο βλέπαμε – νομίζαμε πως βλέπουμε – τους φοίνικες της Αφρικής ανεστραμμένους στον ουρανό σαν σουρεαλιστικούς πίνακες; Είναι μετά να μην γίνεις ποιητής λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκεί όπου γεννήθηκε η Πολυδούρη, στο απέναντι βουνό που είδε το φως ο πατέρας της Μαρίας Καλογεροπούλου; Ιθώμη ή Βουρκάνος λεγότανε εκείνο το σβησμένο ηφαίστειο. Είχε και μοναστήρι, αντρικό, χτισμένο πάνω σε μετεωρίτη. Και για να μην πολυλογώ και σας τρελαίνω με τις λυρικές μου εξάρσεις, ας έρθουμε αμέσως στο ψητό. Αφηγηματική οικονομία. «Δάσκαλε που εδίδασκες και νόμους δεν εκράτης». Ήμουνα τρεισήμισι ετών εκείνο το μεσημέρι που άλλαξε για πάντα τον ρουν της ζωής μου. Οι άνθρωποι την πέφτανε για ύπνο. Όλοι κάνανε σιέστα κι εγώ ξεφύλλιζα βιβλία θεωρητικής φυσικής κι ανωτέρων μαθηματικών που τα καταλάβαινα όμως. Είχα μάθει και μόνος μου να διαβάζω… μέχρι να πάω στο δημοτικό είχα ξεκοκκαλίσει ακόμα και το «Άκου Ανθρωπάκο!» του Βίλχεμ Ράϊχ. Είναι να μην τρελαθείς μετά; Εκείνο το απογευματάκι, η γιαγιά μου, που ήταν μισότυφλη κι έπασχε από αρθριτικά δήλωσε φωναχτά (χωρίς να περιμένει απάντηση): «Κωστάκη, δεν θα πάμε σήμερα στη φίλη μου τη Μαρία γιατί φοβάμαι… κάνει πολλή ζέστη». Εγώ, εκεί που δεν μιλούσα κι απαξίωνα γενικώς να ασχοληθώ μαζί τους σα να ήμουνα στο ίδιο κλουβί με άγνωστα καθυστερημένα θηλαστικά, εβγήκα, ο δικός σου, στο μπαλκόνι, έβαλα την καλή (στεντορεία) φωνή μου και είπα… «Μίλησε το παιδί και τι είπε;». Ιδού τι είπα: «Γιαγιά Αγγελική, γιαγιά Αγγελική, να πάμε σήμερα να πιούμε τα βότανα με τη φίλη σου, γιατί αύριο, τέτοια ώρα, θα την έχουνε φυτέψει». Μάλιστα. Ακριβώς όπως το ακούτε / βλέπετε. Δεν ήξερα το ρήμα «θάβω», δεν είχα πάει σε κηδεία, δεν είχαμε ακόμη τηλεόραση, μήτε σε σινεμά δεν είχα πάει, αλλά ότι ο νεκρός είναι σα σπόρος που ξαναφυτρώνει το ήξερα βαθιά μέσα μου, κυτταρικά, που λένε… Και τι έγινε μετά; Αχ, μικρούλια μου, πολύ ανυπόμονα σας βρίσκω! Ναι, πήγαμε εκείνο το απόγευμα – γύρω στις πέντε. Ήπιαμε το καθιερωμένο αφέψημα με μπόλικο μέλι, αγνό, από το βουνό, με πολλά ξεροκόμματα και παξιμάδια μέσα – με το κουτάλι το τρώγαμε στο τέλος, αφού είχαμε ρουφήξει το πάνω-πάνω, όχι καυτό, ποτέ, χαλάει τα δόντια. Η γιαγιά μου αποχαιρέτησε την άλλη γιαγιά. Και… την άλλη μέρα, στις πέντε ακριβώς, γυρνούσανε οι μαυροφορεμένες από την κηδεία και πηγαίνανε στο απέναντι πυργόσπιτο για να πιούνε τον πατροπαράδοτο «καφέ της παρηγοριάς». Όλοι εκτός από εμένα που ζήτησα το συνηθισμένο τσάι με βότανα και μια κουταλιά της σούπας μέλι – απορώ πώς δεν έπαθα ζάχαρο. Όμως δεν έτρωγα άλλα γλυκά. Μήτε παγωτά. Και για να μην σας τα πολυλογώ… ροδάνι πάει η γλώσσα μου… δεν έβγαλα και τόσο καθαρή εκείνο το βράδυ. Γιατί ήρθεν ο παπάς στο σπίτι μου, με έβαλε κάτω από ένα πανί, επίχρυσο, βρωμούσε ιδρώτα κι απλυσιά κι άρχισε να μου διαβάζει τη σολομωνική – έτσι είπαν – κάτι ευχές «για να ξορκίσει τον δαίμονα που προκάλεσε τον θάνατο της γειτόνισσας». Μα αφού είχε κλείσει τα ενενήντα, σκέφτομαι τώρα. Ποιον απρόοπτο, «αδόκητο» θάνατο προκάλεσα με την απρόσκλητη κι ανεπιθύμητη – ως φαίνεται – προφητεία μου; Η πρώτη της ζωής μου. Από τότε τα λέω κάτι τέτοια μόνον όταν θέλω να συγχύσω τον άλλον. Και ποτέ δεν τα εννοώ. Γιατί αγαπώ τους ανθρώπους. Ως είδος. Κι έναν-έναν χωριστά.
Το δεύτερο συμβάν που με κατέταξε (οριστικώς κι αμετακλήτως) στη χορεία των εξαιρετικών κι αλλόκοτων όντων συνέβη ακριβώς δύο χρόνια μετά, στα έξι μου. Είχα ήδη βρεθεί δεν ξέρω πώς, εν μέσω χούντας, στη Δευτέρα δημοτικού. Μάλλον, η θεία μου, η χήρα αδελφή του πατέρα μου ήταν φίλη της δασκάλας κι υποτακτική του πρωτοπρεσβύτερου που ήταν και διευθυντής του δημοτικού σχολείου. Όλα τα άλλα παιδάκια ήταν ένα με δύο χρόνια μεγαλύτερα. Εγώ ζωγράφιζα κι έγραφα. Ζωγράφιζα κι έγραφα κι εδιάβαζα και δεν τους μιλούσα. Με εξαίρεση ένα άλλο χαρισματικό πλάσμα, που αποδείχτηκε αυτοδίδακτος γητευτής φιδιών στην έκτη δημοτικού και δεν επέρασε ποτέ στο Γυμνάσιο (τότε δίναμε εξετάσεις). Μας έβαλε λοιπόν η δασκάλα στην τάξη μέσα να γράψουμε μία έκθεση. Δεν ενθυμούμαι το θέμα. Αλλά τι έκθεση να γράψουν τα μαθητάκια της δευτέρας δημοτικού; Δυο-τρεις γραμμές με το ζόρι. Και με κάτι ορνιθοσκαλίσματα που έμοιαζαν με γράμματα γλώσσας νεκρής (προ πολλού). Εκεί που οι άλλοι πάσχιζαν κι ίδρωναν για να μην φάνε την τιμωρία την …επιούσια εγώ έγραψα μάνι-μάνι τη δική μου εργασία κι εβιάστηκα στο μισάωρο επάνω να πάω μέχρι την έδρα, να την παραδώσω προκειμένου να κάνω διάλλειμα, να βγω έξω, γιατί κατουριόμουνα. Αυτή η συχνουρία θα με φάει. Πίνω ανέκαθεν πάμπολλα νερά και τσάγια! Αντί όμως για επιβράβευση έφαγα τιμωρία. Την υπόλοιπη ώρα την έβγαλα ακριβώς έξω από την τάξη, στο ένα πόδι, σαν κουτσό φλαμίνγκο. Και μ' ανοικτή την πόρτα! Ούτε ν' αλλάξω πόδι δεν μπορούσα. Παραλίγο να κατουρηθώ επάνω μου. Μα τι είχε συμβεί; Θα απορείτε. Είναι πολύ απλό. Για όσους και όσες με ξέρουν. Είχα γεμίσει 17 σελίδες του τετραδίου μου (ναι, 17) μέσα σε μισή ώρα, στα έξι μου χρόνια, στη Δευτέρα δημοτικού. Άντε μετά να πιστέψει κάποιος αδαής ότι δεν την είχα φέρει από το σπίτι. Και πού γνώριζα το θέμα; Μα είναι απλό: ήμουν καταχωρημένο μέντιουμ μετά την πετυχημένη προφητεία για τον αδόκητο θάνατο της υπεργήρου γιαγιάς. Άρα, από εμένα «όλα να τα περιμένει κανείς από δαύτονε». Βίωσα την πρώτη αδικία της ζωής μου, που με τραυμάτισε και μ' επλήγωσε θανάσιμα. Από τότε δεν ξεχνώ. Κι έμαθα να φυλάγομαι. Φαντάζομαι και να μην φυλαγόμουνα. Τότε, δηλαδή, τι θα έκανα, τι θα έλεγα και τι θα έγραφα παραπάνω; Μήτε να το εικάσω δεν θέλω. Εσείς;
Εν κατακλείδι, «είδε ο τρελός τον μεθυσμένο κι εφοβήθηκε». Στην περίπτωσή μου, μπορεί αυτό το ρητό να διαβαστεί ΚΑΙ ανάποδα.Και θα …τελείωσω όπως άρχισα (κυκλική δομή, που λένε): Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
«Οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είν' εντελώς – μα εντελώς – συμπτωματική». Απαγορεύεται η (λαθρ)ανάγνωσις ετούτου εδώ του βιβλίου σε άτομα κάτω των 18 ετών, σε δυστυχισμένες υπάρξεις που στερούνται χιούμορ και σε παράταιρες προσωπικότητες που είναι (χωρίς απαραίτητα και να θεωρούνται) ακαταλόγιστες, γενικώς.
Και με αυτή την …απανταχούσα υπεύθυνη δήλωσή μου κλείνω
κι αυτό το λελογισμένον παραλήρημα. Είπατε τίποτα; Δεν άκουσα. Όχι, αν τολμάτε,
πείτε. Θα σας πιάσω στο στόμα μου και δεν θα σας ξεπλένει μήτε ο Νιαγάρας.
Αυτό ακούστηκε σαν απειλή. Μα αστειεύομαι, χαζούλικα! Σας αγαπώ και σας λατρεύω. Αφειδώς. [Και με την …καλή έννοια]. «Ξεκαρδιστήκαμε πάλι στα γέλια – τι κοινοτοπίες!», θα πουν οι κακοήθεις. Μα εγώ, αγάπες μου, δεν τα κατέβασα από την κουρούπα μου όλα ετούτα. Τα έζησα! Συγκρίνετέ τα, λοιπόν, αν τολμάτε, με τις ταλαίπωρες, ανούσιες, πληκτικές, ανιαρές ζωές σας. Άντε, μην τα πάρω στο κρανίο και δεν ξέρετε μετά πού να κρυφτείτε… Μάλιστα. Αυττττάάάά. Ciao. Ayfwiedersehen. Εις το επανιδείν, κουκλίτσες μου.
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική στον Μεσαίωνα
Η τρέλλα εθεωρείτο κολλητική (στον Μεσαίωνα) από τους νοητικώς ασταθείς – «με στραβό κοιμήθηκες το πρωί θα αλληθωρίζεις» - μα ποιος του είπε να …πηδάνε κάθε τι διαφορετικό – ό,τι περπατάει κι ό,τι κουνιέται, άμα λάχει, ότι νά 'ναι, δηλαδής – και με το συμπάθειο.
ΠΑ-τέρας
Διονυσίου Σολωμού Λάμπρος. [1]
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΕΣ
Το Σύμπαν είναι ρευστό. Και τα οικοδομήματά μας επίσης. Είδα πως είχαμε μετακομίσει σε καινούργια εξοχική κατοικία που θα ήταν όμως και μόνιμη διαμονή. Τα πατώματα κλιμακωτά και κεκλιμένα. Σαν ζελέ. Πάλλονταν. Όχι μόνον με τους βηματισμούς αλλά και με τον αέρα!!! Στα ιδιαίτερα δώματα μια στρογγυλοπρόσωπη Ασιάτισσα, φοιτήτρια ίσως. Κάπως...
Σκέψειςείναι ένα απο τα δώδεκα ποιήματα της Ποιητικής Συλλογής
Οι χειμώνες της καρδιάς μου......
Στολίδια, γεράνια και ασημικά από την ανατολή,άδραξε και στόλισε τον
Χαμόγελο Αγγελικό φτιάξε στο πρόσωπο του σκύψε γλυκά στην κούνια του και αγκάλιασε τον...