«Ο
βρεγμένος δεν βρέχεται…», ο τρελός δεν τρελαίνεται κι ο κουνημένος δεν
κουνιέται από σεισμό (δική μου η παροιμία, μπορείτε να την αντιγράψετε, αλλά με
πλήρη βιβλιογραφική παραπομπή, παρακαλώ – ή την έχουμε μια πνευματική περιουσία
είτε δεν την έχουμε – προς το δεύτερο τείνω να καταλήξω και να πιστέψω).
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου.
«Πολλών ανθρώπων είδον άστεα και νόον (ουχί μόνον) έγνων». Αυτά παθαίνει κανείς
άμα τριγυρνάει κι έχει τον …ακάθιστο. Από τρελό σε τρελό πήγαινα. «Μα τι έχω
πάνω μου και τους τραβάω; Το μαλακόσημο στο κούτελο;», αναρωτήθηκα. Δεν ξέρω
όμως τι σήμαινε εκείνο το τεράστιο «Μ» [κεφαλαίο] που σφράγιζε την αύρα μου, εξ
γενετής, από την κούνια μου. Κάθε κυρία που ερχότανε στο σπίτι επίσκεψη για να
την κεράσει η μαμά λικέρ μπανάνα, λικέρ βερίκοκο, λικέρ τριαντάφυλλο και
βύσσινο γλυκό του κουταλιού… όλες μα όλες, μου τσιμπούσαν τα μάγουλα, μ'
ετραβολογούσαν και μ' έπαιρναν στην αγκαλιά τους (θέλοντας και μη). Ήμουνα
βλέπεις πολύ ξανθό, με κάτι τεράστια γαλανά μάτια, πιο καθαρά κι από τον ουρανό
το κατακαλόκαιρο. Το πράγμα είχε πάρει τεράστιες (για την αντοχή μου)
διαστάσεις, είχε μετατραπεί σ' επιδημία το χαϊδολόγημα, μέχρι που αποφάσισα να
πάρω δραστικά μέτρα. Θα ήμουνα δεν θα 'μουνα τριών χρονών, κατά πώς λένε και
διηγούνται οι εσχατόγριες, όταν είπα σε μία άτεκνη κουτσομπόλα γειτόνισσα με
στεντορεία φωνή, αφού τόλμησε – για πολλοστή φορά – να μου τσιμπήσει τα μάγουλα
κι εκείνα (τα ταλαίπωρα) να κατακοκκινίσουν. «Να φας σκατά μωρή!!!». Αυτό θα
ακούστηκε σαν πυροβολισμός μέσα στην αστική ευγένεια. Τους ξέβαψα το λούστρο.
Από τότε κανείς / καμία δεν τόλμησε να με πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη από
τρία μέτρα. Κλωτσούσα, δάγκωνα, χτυπούσα κι έβριζα χωρίς διακοπή. Έτσι γλίτωσα
από τους παιδεραστές που ανθούσαν εκείνη την (μακρινή) εποχή. Ακόμα κι αν δεν
φοβόντουσαν την …μυϊκή μου δύναμη, φοβόντουσαν κι έτρεμαν όμως τη γλώσσα μου.
Αυτό με κράτησε ζωντανό και υγιή μέχρι τα πενήντα επτά μου. "In one piece", που λένε οι φίλοι μας οι άγγλοι.
Από τότε, πολύ νωρίς, μου βγήκε η
φήμη του τρελού, του εξαιρετικού, του «ατόμου με ειδικές ικανότητες»… Πώς να το
πω. Θεωρήθηκα χαρισματικός, αλλά και γραφικός συνάμα. Δύο περιστατικά όμως τους
έκαναν να με σέβονται και να με φοβούνται. Για μερικούς ανθρώπους, αυτές οι
έννοιες είναι ταυτόσημες. Το δέος και ο φόβος είναι για μερικούς συνώνυμα. Αφού
δεν με εσέβονταν ας με φοβούνταν καλύτερα.
Το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα στα τέσσερα, το δεύτερο
στα έξι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: ήτανε, λέει, Ιούλιος του
1966, το καλοκαίρι αποδεικνυόταν βαρύ κι ανυπόφορο, ο υδράργυρος σκαρφάλωνε
πάνω από τους σαράντα πέντε βαθμούς Κελσίου, κόβονταν τα σύρματα της Δ.Ε.Η. κι
επέφτανε στο δρόμο τσιρίζοντας. Κι έκανε ΜΙΑ ζέστη! Αφόρητη. Αν λάβεις υπ' όψιν
σου και την υγρασία του κάμπου, που φαινότανε σαν ομίχλη πάνω από τα κεφάλια
μας κάθε πρωί, είχαμε γίνει τελείως …highlanders!!! Το πατρικό μας σπίτι ήτανε σε ένα ύψωμα,
πάνω σε λόφο με έλατα και πεύκα.