Ήμουνα που ήμουνα συγχυσμένος μετά από ένα ερωτικό καυγαδάκι… τι τα θέλω εγώ παρόμοια μπλεξίματα σε τέτοια ηλικία; Να πάθω καν'α έμφραγμα, να πάθω εγκεφαλικό και να κυκλοφορώ ανάπηρος στα θέατρα; Δεν λέει! «Ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστραβώθηκε».
Τέσσερις εικόνες της Κρίσης: δύο ασπρόμαυρες, σαν εφιάλτης, μία έγχρωμη και μία πολύχρωμη
Σειρά διηγημάτων: Fantazio
⚊ Aπό τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Τα έχω δει όλα. Ή, μάλλον, έτσι νόμιζα μέχρι την πρόσφατη Κρίση του
κορωνοϊού, που διαδέχτηκε την άλλη κρίση, την οικονομική, που ήταν απλώς
αποτέλεσμα μιας άλλης Κρίσης, βαθύτερης, πολιτισμικής.
Το ασπρόμαυρο είναι το χρώμα του εφιάλτη, γιατί τονίζει τις σκιές και γκριζάρει τα άσπρα… σαν τα μαλλιά των αιώνιων εφήβων που αναζητάνε τον έρωτα στα σπίτια της ηδονής.
Ένα από αυτά, είναι ακριβώς απέναντί μου, ημιϋπόγειο, δεν σταμάτησε διόλου τις κοινωφελείς εργασίες του στα χρόνια του κορονωϊού [πώς; είπα "χρόνια"; – τόσο πολύ λοιπόν θα πάρει;].
Στον σκουπιδοτενεκέ έξω από το πορνείο, στη γωνία δεξιά, παρατηρώ από το παράθυρό μου κάθε λογής ανθρώπους να ψάχνουν.
Τρεις όμως έμειναν ανεξίτηλοι στη μνήμη.
Η πρώτη ασπρόμαυρη, καλοχτενισμένη, σαν βαμπ του σινεμά, σαν να βγήκε μόλις από κομμωτήριο του 1930, περιποιημένη και καθαρή, με μία ζώνη που συγκρατεί τη μέση της και παπούτσια λουστρίνια, πάντα απαστράπτοντα… σκύβει ολάκερη μέσα στον βρωμερό κάδο – δεν φοράει καν μάσκα μήτε γάντια… ψάχνει, ψάχνει κάθε φορά με τις ώρες, σαν αφηρημένη, σαν να έχασε την τύχη της εκεί, την ζωή της την ίδια. Αυτήν τουλάχιστον την προλαβαίνω. Κατεβαίνω γοργά τους τρεις ορόφους και την φιλεύω άλλοτε ένα τσουρέκι, άλλοτε ψωμί ολόφρεσκο από τον φούρνο της γειτονιάς, ενίοτε της δίνω κι ένα πεντάευρω, όταν έχω. Με ευχαριστεί πάντα με ευγένεια περισσή, όμως κάτι περίεργο έχει το βλέμμα της. Είναι σαν να μην με βλέπει. Σαν να κοιτάζει κάτι άλλο, μέσα από εμένα, πέρα από εμένα. Άνοια;
Ο δεύτερος είναι επίσης ασπρόμαυρος. Καμαρωτός, καμαρωτός με την τεράστια κοιλιά του και το ύφος εκείνο το αυταρχικό που μαρτυρεί παλιό κλητήρα ή πορτιέρη, σωφέρ ίσως σε εργοστασιάρχες που επτώχευσαν, σε μαγαζάτορες που είδαν τις επιχειρήσεις τους να στερεύουν, όταν ορθώθηκαν δίπλα τους τα μεγαθήρια. Το περίεργο με αυτόν είναι πως στέκεται ώρα πάνω από τον σκουπιδοτενεκέ. Σαν να τον μελετά. Σαν να διαλογίζεται. Σαν να πρόκειται για θησαυροφυλάκιο, διπλομανταλωμένο, που αναζητεί τον συνδυασμό του. Στηρίζεται μάλιστα με τους αγκώνες στο βρωμερό πράσινο-κυπαρισσί καπάκι, ανοίγει τα χέρια και παίρνει το κεφάλι του αγκαλιά, σαν μωρό που το φασκιώνει. Μοιάζει σαν να έχει όλες τις σκοτούρες του κόσμου. Μετά, κι αφού εξοικειωθεί με το περιβάλλον, ρίχνει γρήγορες, κλεφτές ματιές γύρω, ανοίγει το καπάκι σαν να άνοιγε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και ψάχνει… ψάχνει… ψάχνει… βγάζει μισοτελειωμένες συσκευασίες φαστ-φουντ από το πορνείο, μαγαρισμένες από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, σερβιέτες και πάσης φύσεως πάνες ακράτειας, για μωρά και ηλικιωμένους. Ξεχωρίζει κουτιά πίτσας με κάποια αποφάγια στα εντόσθιά τους, μισοτελειωμένα μπουκάλια αναψυκτικών, μισοπιωμένους καφέδες, μπύρες που κρατούν κάτι από τη μυρωδιά του ζύθου στα σωθικά τους… Τα σωρώνει δίπλα του, τα τρακαδιάζει, μετά τα παίρνει στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάθεται στο τρίποδο παγκάκι και τα απολαμβάνει αργά και μεθοδικά, μέχρι να πρηστεί κι άλλο η τεράστια κοιλιά του, να γίνει σαν έγκυος οκτώ μηνών, να σκάσει, να φύγει από αυτή τη χαβούζα, τούτη τη χωματερή που τη λένε γη, να πάει κάπου αλλού…
Η τρίτη είναι απλώς έγχρωμη. Άνω των εβδομήντα. Σαν χαροκαμμένη γιαγιά, σαν άτυχη χήρα, που αποφάσισε να το ρίξει λίγο έξω, να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Είναι ντυμένη συντηρητικά… Εκτός… Εκτός από τις κάλτσες. Ένα άκρως προκλητικό κολλάν που τονίζει τις γάμπες της. Απίθανες γάμπες για την ηλικία της. Κάποτε θα ήταν ωραία στα νιάτα της. Όχι, όχι ωραία… ερωτική. Έχει διαφορά. Τα τέρατα είναι άκρως σεξουαλικά, γιατί κάτι πρέπει να κάνουν αυτά προκειμένου να κερδίσουν την ηδονή. Και το ξέρουν. Και το εκμεταλλεύονται. Και το χρησιμοποιούν. Εκείνη, η έγχρωμη, η επιζωγραφισμένη ασπρόμαυρη, φαίνεται σαν να ζητιανεύει. Όμως όλο και φεύγει αγκαζέ με κάποιον ηλικιωμένον που της ρίχνει ένα κεφάλι… αριά και πού, βεβαίως… όχι καθημερινώς. Σε καθημερινή βάση όμως ξεροσταλιάζει μέσα στον ήλιο και στο κρύο, στον άνεμο, στις βροχές και στο χιόνι (τότε είναι η καλύτερή της, τότε είναι που βρίσκει σίγουρα πελάτη – λες και οι άνθρωποι φοβούνται το λευκό πανί που θα σκεπάσει τον τάφο τους)…
Η τελευταία εικόνα είναι χαρούμενη, πολύχρωμη, αισιόδοξη… Ένα χαρούμενο ζευγάρι, πάνω σε μια ζωγραφισμένη βέσπα, του παλιού καιρού, με έναν υπέροχο σκύλο, που έχει δύο μάτια διαφορετικά. Ανεβαίνουν στο παπάκι τους με την πιο κάτω σειρά: πρώτα ο κύριος, χαριτωμένος και αβρός, πίσω του η σύζυγος, σαν χίπισσα του παλιού καλού καιρού, της δεκαετίας του 1960 (ή, μάλλον, του 1970). Τελευταίος ο σκύλος με τα δίχρωμα μάτια. Παίρνει θέση σοβαρός-σοβαρός ανάμεσα στα πόδια του κυρίου του και κοιτάζει έξω την πόλη, σαν να την βλέπει για πρώτη φορά, σαν να μην την έχει περπατήσει στενό προς στενό, σαν να μην έχει κατουρήσει και την τελευταία γωνίτσα της. Αφού φορέσουν και οι τρεις κράνος, πολύχρωμα, επιζωγραφισμένα κράνη, ο σκύλος φοράει και γυαλιά ηλίου με πορτοκαλί σκελετό (η κυρία ροζ και ο σύζυγος μπλε ελεκτρίκ)… ετοιμάζονται να εκδράμουν για το Σούνιο, για τα Λεγρενά, για τα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης, εκεί όπου τα ρούχα είναι εμπόδιο, όσο πολύχρωμα κι αν είναι.
Αυτές τις τέσσερις εικόνες κρατώ από την Κρίση κι εύχομαι να ζήσουμε, να είμαστε γεροί, δυνατοί και να αντέξουμε τις καινούργιες προκλήσεις που θα έρθουν, με μαθηματική ακρίβεια. Που μακάρι να σφάλλω, να κάνω λάθος, να ζήσουμε σύντομα τον Παράδεισο επί της Γης, η καινούργια Αναγέννηση να λάμψει κατά κράτος κι η Ανατολή να καταστεί αιώνια, πανίσχυρη, ενδοξωτάτη...
Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
Αυθεντικός διάλογος έξω από τις τουαλέτες (μπροστά από την ψύκτη) τρίτου ορόφου μεγάλου κτηρίου γραφείων (αστραφτερού – μέταλλο και γυαλί):
Η φωνή ήταν κυματιστή. Η διήγησις ελάμβανε χώραν επί του πεζοδρόμου γνωστού οψοπωλείου στα Εξάρχεια. Η ταβέρνα ήταν ξακουστή για τις λιχουδιές αλλά και για τους …ωτακουστές της. Επειδή σύχναζαν διάφοροι ενδιαφέροντες τύποι (καλλιτέχνες και λογοτέχνες – τρελοί με τα …ούλα τους, εν ολίγοις) όλο και κάτι έχει να ψαρέψει το αυτί κάθε φιλοπεριέργου.
Στην αρχή ήταν φως και μετά έγινε σκοτάδι… Επειδή όλοι ξέρουμε πότε γεννηθήκαμε (όχι όλοι, όχι ο ήρωάς μας). Κι επειδή κάθε ένας και κάθε μία βαθιά μέσα της γνωρίζει πότε θα πεθάνει, σπεύδω να καταθέσω αυτές τις λιγοστές μυθοπλασμένες φαντασιώσεις πριν με αρπάξει η Λευκότητα και με τυλίξει στις ηλεκτρικές, στις μαγνητικές, στις σπινθηρίζουσες...
Η Νίκη (κατά κόσμον Νικολέττα) όταν τρελάθηκε (από τα γερατειά και τα κρυμμένα μυστικά, τα αθώα ψέματα και τις λευκές εκεχειρίες με τον άσπονδο σύζυγό της) σηκωνόταν μαύρα μεσάνυχτα να πάει προς νερού της, μετά βαφόταν, ντυνόταν, φορούσε τα κοσμήματά της όλα κι έτρεχε να φύγει στον κατήφορο. Όταν τη σταματούσαν και τη ρωτούσαν πού πηγαίνεις εκείνη...
Άτακτα, σκωπτικά κι αδέσποτα
Δημιουργός: Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας
του Κωνσταντίνου Μπούρα
του Κωνσταντίνου Μπούρα
του Κωνσταντίνου Μπούρα
του Κωνσταντίνου Μπούρα
Mε το δικό μας βλέμμα