Βγήκε από το Υπόγειο Θέατρο παραζαλισμένος. Παραμονή
Χριστουγέννων. Δεν ήξερε γιατί οι γιορτές τον καταθλίβουν. Ή μάλλον ήξερε, αλλά
δεν ήθελε να τα θυμάται όλ' αυτά τώρα. Διαζύγια των γονέων, χωρισμοί, αλλαγές
σχολείων, πόλεων, χωρών, ηπείρων, αλλαγή πλανήτη… Ξερριζωμένος. Μάλιστα, ξεριζωμένος.
Αυτή είναι η σωστή λέξη.
Τον ζάλισε η παράσταση. Μάκβεθ. Η Λαίδη υπνωτική κι
υποτονική, έδωσε μια τελείως εσωτερικευμένη εκδοχή του ρόλου. Δεν ακούγαμε
τίποτα. Τόσος ρεαλισμός δεν αντέχεται. Ειδικά στην Τέχνη. Το θέατρο είναι
σύμβαση. Και μάλιστα άγραφη. Όμως δεν έφταιγαν αυτοί. Αυτός έφταιγε που διάλεξε
ετούτο το ζοφερό δράμα για παραμονή Χριστουγέννων. Ομοιοπαθητική.
Περπατούσε στο λερωμένο από τα απορριμματοφόρα πεζοδρόμιο
με ιδιαίτερη προσοχή. Περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις. Μήτε λόγος για δημόσια
συγκοινωνία. Τα ταξί περιφέρονταν αδέξια. Όμως δεν του έφταναν τα λεφτά του.
Είχε πρόβλημα με τα λεφτά. Όπως ο συχωρεμένος ο πατέρας του. Μακαρίτης και
τρυπιοχέρης. «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη», τον έλεγε η γυναίκα του.
Εργασιομανής μέχρι μανιοκαταθλίψεως. Έτσι την λέγανε τότε την διπολική
διαταραχή. Μακάρι να ήταν μητέρα του. Όμως δεν ήταν. Τον είχε ανταλλάξει
παράνομα στο μαιευτήριο. Το δικό της νεκρό παιδί στην θερμοκοιτίδα με τον
ολοζώντανο παιδί μιας πόρνης, που είχε κοιμηθεί μια βραδιά με ναύτη του έκτου
(ή εβδόμου) αμερικάνικου στόλου. Εξ ου και η ιδιαιτερότητα της μορφής.
Ιδιαίτερα μελαχρινός, με πυκνά σμιχτά φρύδια, σαν ζώο ζούγκλας, προϊστορικό κι
εξαφανισμένο οπωσδήποτε. Τα μάτια όμως τόσο γαλάζια, τόσο ανοιχτόχρωμα για την
ακρίβεια που έμοιαζαν με τις γυαλένιες που έπαιζαν παιδιά.
Σε αυτές τις σκέψεις μεθυσμένος πρόσεχε τους συνήθεις
περιπλανώμενους της νύχτας, άστεγους, νταβατζήδες, τοξικοεξαρτημένους,
συγγραφείς και ηθοποιούς, σπουδαστές δραματικών σχολών που αναζητούσαν
εμπειρίες. Μόνο τσαντάκηδες δεν είχε. Πορτοφολάδες. Αυτοί δρουν εν ώρα πυκνής,
πυκνοτάτης κυκλοφορίας. Από κάπου ακούγονται τραγούδια. Κάτι παλιομοδίτικες
μουσικές. Τζάνις Τζόπλιν. «Μα ζούνε ακόμη τα παιδιά των λουλουδιών;»,
αναρωτήθηκε.
Πάνω από τον Λυκαβηττό σκάνε βεγγαλικά. Η Ακρόπολη
φωτισμένη. Όχι πως την βλέπει, αλλά την φαντάζεται. Όπως πολλά από τα αγαθά που
του λείπουν.
Και τότε ΤΗΝ είδε. Η Δαφνούλα έκθετη, παρατημένη στο
πεζοδρόμιο. Έκλαιγε. Πλάνταζε από το κλάμα. Έτσι του φάνηκε, τουλάχιστον.
Τη πήρε. Έτσι απλά την πήρε. Στην αγκαλιά του. Την έκλεψε.
Κι εκείνη – η παμπόνηρη – ηρέμησε. Ήξερε πως αν φερθεί λογικά μπορεί να
εξασφαλίσει στέγη και τροφή για πάντα. Μωρό, αλλά με τεράστια αναπτυγμένο το
ένστικτο τής αυτοσυντήρησης.
Πέρασε γρήγορα από φωτισμένες πυλωτές και διανυκτερεύοντα
κέντρα διασκεδάσεως. Δεν ήθελε να ομολογήσει τον έρωτά του. Δεν ήθελε να του
την πάρουν. Δεν θα το άντεχε να μείνει μόνος από την αρχή.