Το περιστεράκι κι ο διαβητικός
Μιάμιση μέρα είχε να βάλει κάτι στο στόμα του. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του (από καλπάζοντα καρκίνο στην επίφυση – είναι ένας αδένας σαν το κουκούτσι του ροδάκινου, σαν κουκουνάρι μάλλον, στο κέντρο τού κρανίου)…. Μετά την κηδεία δεν ήθελε πια να φάει. Ειδικά κρέας και γαλακτοκομικά. Έμεναν μόνο τα φρούτα, το μέλι και τα καρύδια. Ήταν όμως διαβητικός. Είχε ζάχαρο. Προχωρημένο. Έκοψε και το χαπάκι. Έπρεπε να περιμένει στην ουρά, σε ουρές… και δεν το άντεχε.
Για την ακρίβεια, δεν άντεχε πια τίποτα.
Εκείνο το πρωί χτυπούσε και ξαναχτυπούσε το ξυπνητήρι, επανειλημμένα. Ήταν όμως Σάββατο και δεν είχε δουλειά. Ποτέ δεν είχε πλέον εργασία. Είχε πάρει σύνταξη πέντε χρόνια τώρα.
Ένιωθε τα μέλη του βαριά. Μία νταλίκα ζύγιζε ο κάθε μυς. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Ήθελε να πεθάνει. Να βυθιστεί σε έναν ύπνο δίχως ονείρατα, δίχως οράματα…
Ήρθε όμως το περιστεράκι στο στενόμακρο πίσω μπαλκόνι κι αφού έκανε μερικές περαντζάδες δήθεν αδιάφορο, στο τέλος, είδε κι απόειδε και του χτύπησε το τζάμι. Ναι, του χτύπησε το τζάμι με το ράμφος του.
Γύρισε κουρασμένα προς τα εκεί, άνοιξε διάπλατα τα μάτια, όμως σε λίγο τα βλέφαρα βάρυναν πάλι προς το μέρος της νύστας.
Τελικά, έβαλε μπρος τα δυο του χέρια και σηκώθηκε. Έτριψε με προσοχή δύο ντακάκια χαρουπιού, γέμισε το πλαστικό δοχείο από παγωτό με νερό, το τάϊσε και το πότισε… Το ευχαρίστησε, γιατί σ' αυτό χρωστάει τη ζωή του. Είναι ο μόνος λόγος που σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι. Και οι γλάστρες του. Ειδικά ο βασιλικός ο μοναστηριακός που τραβάει πολύ νερό. Κι ο ζητιάνος στη γωνία, χρόνια άστεγος και καρκινοπαθής («εκείνος δεν πεθαίνει, βλέπεις», σκέφτεται χωρίς κακεντρέχεια). Του αγοράζει πάντα τρόφιμα και χυμούς (εκείνους που δεν μπορεί να πιει ο ίδιος λόγω ζαχάρου).
Όσο ζει εκείνο το ορφανό και μοναχικό περιστέρι θα συνεχίσει το καθημερινό δρομολόγιό του: φούρνος, σούπερ-μάρκετ, άστεγος, τράπεζα, σπίτι… Μετά, δεν ξέρει. Κανείς.
Mε το δικό μας βλέμμα
Οι χειμώνες της καρδιάς μου
(Kεφάλαιο 15)
Στιγμές από τη ζωή μου