Οι Βικτωριανοί

Φέτος το καλοκαίρι δεν βρήκα ούτε μια σταλίτσα χρόνο για να πραγματοποιήσω την τρελή μου επιθυμία να τελειώσω το βιβλίο που αγόρασα πριν τρεις ολόκληρους μήνες, αλλά λίγο πριν τελειώσει ο Σεπτέμβρης αποφάσισα επιτέλους να το διαβάσω, λίγες σελίδες από την αρχή του όλο κι άλλο είχα προλάβει να ξεφυλλίσω .
«Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» έστεκε εκεί το έβλεπα μήνες τώρα να πηγαινοέρχεται στο γραφείο μου αλλάζοντας συχνά θέση, μια από τα αριστερά μου μια από τα δεξιά μου, ανοιχτό στη μέση σαν σκεπή από χωριάτικο σπίτι φάνταζε, με τα κεραμίδια του καλά στοιβαγμένα,για να κρατά μέσα του τη δροσιά το καλοκαίρι και τη ζεστασιά και τη θαλπωρή του για τα χειμωνιάτικα βράδια.
Σένα τέτοιο σπίτι φτιαγμένο από εξώφυλλα βιβλίων θα ήθελα να ζήσω, οπότε τις ιστορίες της ζωής μου θα τι έγραφα όπως ήθελα εγώ, όπως εγώ επιθυμούσα δίχως απογοητεύσεις, λύπησες και οδύνες.
Όχι δεν θα άφηνα τους ανθρώπους που λάτρευα σαν κρυστάλλινη πηγή που σε ξαναγεννά όταν δοκιμάσεις τους χυμούς της, όταν τους προσκαλώ στις χαρές μου να χάνονται, να κρύβονται στα υπόγεια της ψυχής τους σαν να τους κατάπιε η γη, λες και ήταν άγνωστοι ,τυχαίοι που συμπωματικά βρέθηκαν στον διάβα μου.
Θα έγραφα με εκείνη την πένα που μου χάρισαν στο τέλος ενός χιονισμένου Νοέμβρη πριν πολλά-πολλά χρόνια, χαϊδεύοντας τις άκρες από τα μαλλιά μου, ότι δήθεν πήραν καράβια και αεροπλάνα διέσχισαν Ωκεανούς και δύσβατα ποτάμια για να χορέψουν με την χαρά μου γελώντας και πίνοντας το πιο γλυκό κρασί ,ναι αυτό της Ευτυχίας που ωρίμασε στον ισπανικό νότο με τις μπαλάντες του για τον έρωτα ,τα ταξίδια του, τα πάθη του και τα ανέμια της ζωής του.
Και όταν μάθαιναν πως ο θάνατος και οι αρρώστιες αγκάλιασαν σφιχτά και αλυσόδεσαν την ζωή μου θα έσκιζαν βουνά και θα περνούσαν μέσα από τα σωθικά του για να έρθουν να με βρουν να μου σφίξουν το χέρι να μου σκουπίσουν το δάκρυα και να με νανουρίσουν με τις ελπίδες τους για ένα επερχόμενο καλύτερο αύριο.
Και έτσι οι σελίδες θα πλήθαιναν και η σκεπή θα γινόταν πιο στερεή και θα άντεχε στους αέρηδες της ζωής και ας δαιμονισμένα θα το χτυπούσαν από όλες της πλευρές του γιατί θα ήταν μόνο του ,χτισμένο σε μια πλαγιά έτσι για να το βλέπουν όλοι και να ζηλεύουν την ωραιότητα και την στέρεα του κατασκευή.
Άπλωσα τα πόδια μου πάνω στο γραφείο, γύρισα την πλάτη μου προς την εξώπορτα σήκωσα το ακουστικό και το ακούμπησα στο έπιπλο του γραφείου μου, έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος ανεπιθύμητος, ανάγωγος και ναρκισσιστής της ζωής μου να με διακόψει, και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου , κάθε λέξη της Carson Mc Cullers στις ιστορίες της, μου έντεινε την επιθυμία να μπορούσα να χτίσω την ζωή μου όπως επιθυμούσα χρόνια τώρα.
Το έπλαθα στην φαντασία μου με γαλάζιες σελίδες για παράθυρα ,πράσινες σελίδες για την εξώπορτα και άσπρες σελίδες για τους τοίχους του και ροζέ σελίδες για τα κεραμίδια του.
Μεγάλα παράθυρα για να μπαίνει το φως της ελπίδας , και τα παραθυρόφυλλα του πάντα ανοιχτά για να το επισκέπτονται τα πρωινά οι αχτίδες του ήλιου και τα βραδινά να κατεβαίνει το φεγγάρι και να μπεκροπίνει με τον έρωτα λέγοντας μικρά και μεγάλα μυστικά καλά κρυμμένα από τους Βικτωριανούς .
Διαβάζοντας και ονειρεύοντας με πρόλαβε το βράδυ, τα πόδια μου μούδιασαν από την ανάγωγη στάση που διάλεξαν να τοποθετηθούν πάνω στο γραφείο μου και τα χείλη μου δίψασαν από τους εφιάλτες που συνόδευαν τα όνειρα μου.
Άφησα το βιβλίο μου στην ίδια θέση όπως ήταν πριν αράξει στις παλάμες μου, με την ράχη του να θυμίζει το σπιτικό που ονειρευόμουνα να χτίσω και άρχισα να ψάχνω διάφορους τίτλους βιβλίων και συγραφείς που θα συμμετείχαν στην κατασκευή του.
Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω, περπάτησα έως την εξώπορτα ,πήρα το πεταμένο σε μια καρέκλα πακέτο με τα τσιγάρα μου, άναψα ένα και τράβηξα μια γερή ρουφηξιά, ξέρετε αυτήν που καίει με μιας το μισό τσιγάρο, χαιρέτισα με υπόκλιση θεατρική με ειρωνική διάθεση τους Βικτωριανούς ,και ξεκίνησα για το φτωχικό μου ,κάπου εκεί ανάμεσα στις ερινύες και τους αλχημιστές, δέσποζε μοναχικό, αχυρένιο με μαύρα παραθυρόφυλλα και γκρί ξεχασμένους από τον καιρό τοίχους, με πόρτες καταθλιπτικά αμπαρωμένες.
Δημιουργός: Μιχάλης Ζεχερλής
Του Μιχάλη Ζεχερλή






