Η ιστορία του Οθέλλου πήγε ανέλπιστα καλά, τώρα είχα αποκτήσει και μια δεύτερη γραμματέα τη Φένια που
εργαζόταν και αυτή στην εφημερίδα στην
υποδοχή, τα γράμματα των αναγνωστών ήταν πολλά και με βοηθούσε
να τα ταξινομήσω. Οι αναγνώστες με τις επιστολές τους ρωτούσαν να μάθουν περισσότερα για τον Οθέλλο, άλλοι για την Αναστασία, άλλοι πάλι εκφράζανε συγκίνηση για την ιστορία τους.
Ο Οθέλλος όμως είχε εξαφανιστεί είχε μάθει άραγε την μεγάλη επιτυχία που έκανε η ιστορία του. Οι μέρες περνούσαν
και είχαμε μπει στον Νοέμβρη, ο χειμώνας ερχόταν φουριόζος και οι προβλέψεις τον
παρουσίαζαν βαρύ όπως τον περσινό, με χιόνια, κρύο τσουχτερό, χαμηλές θερμοκρασίες, όπως και πέρσι η Θεσσαλονίκη θα θύμιζε λίγο από τη Μόσχα.
Κάπου στα μέσα του μήνα
νομίζω πως ήταν 18 Νοέμβρη, φυσούσε ένας
δαιμονισμένος Βαρδάρης που σήκωνε τα πάντα
στο πέρασμα του, καρέκλες από τα καφέ, τέντες από καταστήματα, μέχρι και δέντρα
ξερίζωνε όπως ενημέρωναν οι ειδήσεις.
Μία κυρία στρουμπουλή με κατακόκκινα μάγουλα μπήκε
στο γραφείο ασθμαίνοντας, ηλικία ακαθόριστη
θα έλεγα φτιασιδωμένη, καστανά μαλλιά και ύψος γύρω στο 1,60, με καλημέρισε, χαιρέτισε τη Φένια και την
Ευγενία με ένα πλατύ χαμόγελο, και μπήκε στον χώρο του γραφείο μου με μεγάλο
θόρυβο, ο χώρος του γραφείο μου ήταν συνέχεια των δυο γραφείων των κοριτσιών.
«Με στέλνει ο κύριος
Ηστ» μου είπε, η φωνή της σχεδόν τσιριχτή
αλλά ιδιαίτερα επιβλητική ακόμα και στους χαμηλούς τόνους, με μια ιδιαίτερη βραχνάδα.
Την καλημέρισα και αφού
τις πρόσφερα ένα Νες καφέ ζεστό και σκέτο όπως μου ζήτησε με δισταγμό και ευγενέστατα.
Κάθισε απέναντι μου, ευτυχώς χωρίς να κουνιέται πέρα -δώθε και να ζαλίζομαι, έβγαλε μέσα από μια τεράστια
τσάντα αφού έψαχνε κανένα τέταρτο τα σωθικά της, ένα λευκό φάκελο που επάνω έγραφε
για τον κύριο Μαξ Μίλαν, τα γράμματα καλλιγραφικά λες και ήταν ζωγραφισμένα, τον λιμπίστηκα τον γραφικό του χαρακτήρα, τα δικά
μου γράμματα θύμιζαν γιατρό στις κακές του μέρες.
Πήρα τον φάκελο, ένα κλασικό
λευκό φάκελο Α4 και ετοιμάστηκα να τον ανοίξω,
τότε η κυρία σηκώθηκε, μου είπε «Συγγνώμη πρέπει
να φύγω αμέσως» και όπως και ο Οθέλλος μου γύρισε την πλάτη προχώρησε προς την εξώπορτα την άνοιξε και εξαφανίστηκε
χωρίς καν να την κλείσει, λες και την
εξαφάνισε ο Βαρδάρης, τουλάχιστον ο Οθέλλος
μου συστήθηκε, από τη στρουμπουλή κυρία ούτε το μικρό της όνομα δεν γνώριζα.
Έκλεισα την εσωτερική πόρτα του γραφείου μου που με χώριζε από τα γραφεία
των κοριτσιών, πριν όμως ενημέρωσα τη Φένια τονίζοντας πως «Να μην με ενοχλήσει κανείς για τις επόμενες δυο ώρες».
Κάθισα αναπαυτικά
με τα πόδια πάνω στο έπιπλο του γραφείου μου, άνοιξα τον φάκελο, είχε έξι καθαρογραμμένες και πυκνογραμμένες σελίδες με
αυτόν τον θαυμάσιο γραφικό χαρακτήρα, λες και είχαν τυπωθεί από υπολογιστή, τα γράμματα
όμοια, στρογγυλά και καλλιγραφικά.
«Γεννήθηκα σε ένα χωριό οκτώ χιλιόμετρα έξω από Διδυμότειχο δίπλα στα σύνορα τη Θυρέα, ένα χωριό γεμάτο θρύλους για το φίδι που είναι όσο ο δρόμος που ενώνει το χωριό με το δημόσιο και τον κόβει στην μέση τα βράδια όταν πάει για να πιει νερό, για βασιλιάδες και αρχαίους τάφους.
Ήταν 20 Δεκεμβρίου του 1944 ,το χιόνι πάλευε να πνίξει όλο το χωριό
εκείνη την μέρα.
Ανδρώθηκα σε μια οικογένεια που ο εμφύλιος
την διέλυσε οικονομικά πρώτα και μετά στέρησε
τη ζωή από τον πατέρα μου. Η μάνα μου Γαλλίδα στην καταγωγή που τον άντρα της ανθυπομοίραρχο στη χωροφυλακή τον σκότωσαν
οι αντάρτες στον εμφύλιο. Προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τη φτώχεια της, φτώχεια που δεν είχε συνηθίσει
στην προηγούμενη ζωή της, τα δυο της πιο μεγάλα παιδιά μάχονταν σε δύο αντίπαλα
στρατόπεδα, Ο ένας χωροφύλακας και ο άλλος καπετάνιος στο βουνό, πολεμούσαν δήθεν
για την ελευθερία, πνιγμένοι από ιδεολογικά
μανιφέστα που σκλαβώνουν τον ελεύθερο νου. Μανιφέστα περί δημοκρατίας
και ανθρώπινων αξιών, μανιφέστα που ποτέ δεν πίστεψα σε αυτά.
Η χωρά βούλιαζε και εμείς πεινούσαμε, οι άνθρωποι σκοτωνόταν και τα φέρετρα πλημμύριζαν το χωριό στην θλίψη. Μαυροντυμένες γυναίκες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές διπλωμένες
από τις κακουχίες προσπαθούσαν να ταΐσουν τα παιδιά τους ή να τα ντύσουν πλέκοντας και ζητιανεύοντας στον ερυθρό σταυρό
μια γαλέτα και λίγο φαγητό ή γάλα.
Που χρόνος να θρηνήσουν του νεκρούς τους, ο θάνατος καθημερινότητα, χωνί που ρουφούσε την ζωή ήταν ο εμφύλιος.
Έγινα δεκαοκτώ ετών, είχα τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο με χίλιες δυο στερήσεις, έπρεπε να φροντίσω για το πως θα τα βγάλω πέρα από εδώ και μπρός στην ζωή μου, η αδελφή μου
που με φρόντιζε μαζί με την μάνα μου είχε παντρευτεί και είχε μετακομίσει στη Γερμάνια, ο εμφύλιος είχε τελειώσει και εμείς μετρούσαμε τις πληγές μας.
Ο Αδελφός μου ο Περικλής, ο Χωροφύλακας ανέλαβε τα χωράφια, όσα μας είχαν
μείνει, ο άλλος μου αδελφός ο Γιάννης είχε περάσει στο παραπέτασμα όπως
έλεγε η μάνα μου και δεν είχαμε καθόλου
νέα του, ήταν αγνοούμενος και τον ψάχναμε μέσω του ερυθρού Σταυρού.
Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα να βρω την τύχη μου, έγραψα στην αδελφή μου, μου έστειλε λίγα χρήματα για τα εισιτήρια και τα πρώτα μου έξοδα, αγόρασα το
εισιτήριο με το τρένο χωρίς επιστροφή, ταξίδι μιας ολόκληρης μέρας, τόσο έκανε τότε το τρένο να φτάσει στην
Αθήνα απο το Διδυμότειχο και 26 Νοεμβρίου, το θυμάμαι σαν σήμερα ανέβηκα στο τρένο της φυγής.
Τα Κουπέ στα βαγόνια ήταν οκτώ
θέσεων, η δική μου θέση ήταν στο δεύτερο βαγόνι της αμαξοστοιχίας, ευτυχώς δίπλα στο παράθυρο, άλλες τρεις είχαν πιάσει
μια οικογένεια που ανέβηκε από το Διδυμότειχο
με προορισμό τη Θεσσαλονίκη όπως μου είπαν αργότερα, οι άλλες τέσσερις ευτυχώς ήταν άδειες έτσι θα ταξιδεύαμε πιο άνετα.
Οι συνταξιδιώτες μου τρία παιδιά με διαφορά ηλικίας σχεδόν 2 χρονιά το ένα με το άλλο όπως υπολόγιζα,
τα δυο ήταν αγόρια, κοντοκουρεμένα, 10 έως
12 χρονών ισχνά με φακίδες, στρογγυλοπρόσωπα, κοντά, γύρω στο 1,40, φορούσαν κάτι κουρελιασμένα ρούχα βρόμικα απομεινάρια μιας μπλούζας και ενός μπουφάν ακαθόριστου χρώματος για τον καθένα,
αυτά που μοίραζε η εκκλησιά για να μην πεθάνουν από το κρύο και ξυπόλητα, το μεγαλύτερο
από όλα το τρίτο της οικογενείας ήταν κορίτσι με
κοτσίδες στα μαλλιά, φακίδες στο πρόσωπο, φορούσε ένα φόρεμα κόκκινο σχετικά καθαρό, ένα ζευγάρι άσπρες γόβες
φθαρμένες από τον καιρό και λασπωμένες, πρόσωπο μικρό και ωοειδές, μάτια μικρά με χρώμα κάστανο γύρω στα δέκα
τέσσερα, θα την έλεγες συμπαθητική. Το περίεργο ήταν ότι δεν τα συνόδευαν γονείς ήταν μόνα τους και κάμνανε
τόση φασαρία, δεν καθόταν ήσυχα ούτε ένα λεπτό.
Είχαμε φτάσει στη Δράμα όταν ξύπνησα τρομαγμένος από τις φωνές, είχε σκεπάσει τα βλέφαρα μου ένας γλυκός ύπνος από το ελαφρύ κούνημα και τον ήχο σαν ψίθυρο που κάνει το τρένο όταν κινείται.
Βγήκα από το κουπέ σαστισμένος, στο τέλος του διαδρόμου στα δεξιά μου ένας κύριος κρατούσε το ένα από τα αγόρια που βρισκόταν
μαζί μου στο ίδιο κουπέ από τα αυτιά και
τον σήκωνε ψηλά, ο μικρός ούρλιαζε από τον πόνο και ο αδελφός και η αδελφή του προσπαθούσαν
να τον αποσπάσουν από τα χέρια του, αυτός έβριζε και έλεγε «Εσύ θα κλέψεις από έμενα το σουβλάκι που αγόρασα, να μου το αρπάξεις από τα χέρια βρομιάρη»
και ο μικρός κλαίγοντας τον εκλιπαρούσε για μια συγγνώμη
και ότι πεινούσε και είχαν να φάνε τρεις ημέρες, για αυτό του άρπαξε το σουβλάκι, είχαν θολώσει από την πείνα και τα τρία, πλησίασα τον κύριο τον επανέφερα
στην τάξη ευγενικά, αφού του υποσχέθηκα βέβαια και έπραξα, να πληρώσω εγώ το σουβλάκι που του άρπαξε ο μικρός.
Τον άφησε με μια κίνηση, κάτι είπε για δικαιοσύνη και βρομιάρηδες και μπήκε στο κουπέ του.
Πήρα τα παιδιά και γρήγορα -γρήγορα δίχως πολλές κουβέντες γυρίσαμε στο κουπέ μας. Τον μικρό αδελφό τον λέγανε Αντώνη
τον μεσαίο Κωνσταντίνο και την Αδελφή και μεγαλύτερη από τα δυο αγόρια Αθανασία. Άνοιξα τον σάκο μου, η μάνα μου με είχε βάλει λίγο κοτόπουλο, μισό καρβέλι
και μια ιδέα από τυρί. «Παιδιά ελάτε να φάτε εγώ δεν πεινάω» τους είπα με κοίταξαν με δισταγμό, μετά κοιτάχτηκαν στα μάτια και οι τρεις, ύστερα με κάρφωσαν
με το βλέμμα τους. «Και εγώ είμαι
ορφανός από πατέρα όπως και εσείς φαντάζομαι»
τους είπα, χωρίς να μου απαντήσουν κάθισαν
δίπλα μου τους μοίρασα το φαγητό και άρχισαν να τρώνε αμίλητοι.
Τα δύο αγόρια τα έβαλα να κοιμηθούν
στο κάθισμα των τεσσάρων θέσεων του κουπέ
μας και απέναντι από το δικό μου κάθισμα, αποκαμωμένα όπως ήταν από την ταλαιπωρία και το έντονο επεισόδιο στον διάδρομο τους πήρε αμέσως ο ύπνος, κοιμόταν με τα πόδια αντικριστά προς το πρόσωπο
του άλλου για να κερδίσουν χώρο και να ξαπλώσουν λίγο πιο άνετα.
Η Αθανασία ήρθε και κάθισε δίπλα μου έγειρε ελαφρά προς το πλάι μου με κοίταξε βαθιά στα μάτια σαν να με κάρφωνε, άπλωσε το χέρι της και προσπάθησε να μου ανταποδώσει
την χάρη που έσωσα τον αδελφό της από τον βάρβαρο συνταξιδιώτη μας και τους πρόσφερα το φτωχικό μου φαγητό, πιάνοντας το δεξί μου χέρι
και ακουμπώντας το στα άγουρα στήθη της, τρίβοντας το παιδικό της κορμί στο κορμί μου, τράβηξα βίαια το χέρι μου την απομάκρυνα από δίπλα μου σπρώχνοντας το κορμί της προς τα αριστερά με δύναμη, της είπα αυστηρά και σχεδόν φωνάζοντας πως ότι έκανα το έκανα γιατί το ήθελα και δεν χρειάζεται να κάνει
τίποτα για να μου το ανταποδώσει και να μην το ξανακάνει ποτέ αυτό ούτε σε μένα
αλλά ούτε και σε κανέναν άλλον «Μόνο οι
πόρνες φέρονται με αυτόν τον τρόπο» φώναζα «Ποτέ» της είπα και συνέχισα σαν να με κρέμαγαν «Με ακούς ποτέ» το πρόσωπο μου είχε γίνει κατακόκκινο και το βλέμμα
μου ήταν οργισμένο όπως και η ψυχή μου.
Η Αθανασία τρομαγμένη ακούμπησε το κεφάλι της στα δύο της χέρια, έπιασε το πρόσωπο της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Την αγκάλιασα από του ώμους στοργικά, όπως θα αγκάλιαζα την μικρή μου αδελφή αν είχα, αλλά η Χριστίνα η αδελφή μου ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από του λόγου μου. Η Αθανασία όσο την κρατούσα αγκαλιά για να ηρεμήσει, έγειρε στο πλάι, ακούμπησε με το μάγουλο της στον ώμο μου και αποκοιμήθηκε.
Είχαμε φθάσει στο Πλατύ, σε μισή ώρα θα φθάναμε στη Θεσσαλονίκη, ξύπνησα την Αθανασία και τα αγόρια,
τους βοήθησα να συμμαζέψουν τα πράγματα τους γιατί θα αποβιβαζόταν σε λίγο,
τους ενημέρωσα στα γρήγορα πως μόλις κατέβουν από το τρένο θα πάρουν το λεωφορείο
το υπεραστικό και θα πάνε να βρουν στον Λαγκαδά μια μακρινή μου θεία, τη Φανιό από το σόι του πατέρα μου, μακρινή ξαδέλφη του, για να δουλέψουν στα χωράφια και να πάνε στο
σχολειό της περιοχής, στην Αθανασία που ήταν μεγαλύτερη της έδωσα ένα σημείωμα
να το δώσει στην θειά μου, της έγραφα να τους βοηθήσει γιατί ήταν ορφανά και είχαν
ανάγκη από προστασία και αυτή δεν θα ήταν μόνη, θα την διευκόλυναν στις δουλειές της και θα είχε και συντροφιά, μια και άντρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο από τους
Ιταλούς πάνω στα βουνά της Αλβανίας.
Όταν έφτασε η ώρα της αποβίβασης
μια και το τραίνο μπήκε στον σταθμό, τράβηξα στην άκρη την Αθανασία και της είπα
«Να προσέχεις τα αδέλφια σου και να μην ξαναπροσπαθήσεις
να μειώσεις τόσο πολύ τον εαυτό σου με αυτόν τον τρόπο» κατεβαίνοντας από τις
σκάλες γύρισε με φίλησε στο μάγουλο και μου απάντησε «Τον πατέρα μου τον εκτέλεσαν
οι στρατιώτες στα βουνά της Κομοτηνής
γιατί ήταν αντάρτης, η μητέρα μου πέθανε πριν λίγες μέρες ταλαιπωρημένη από
τον τύφο που της έφαγε τα τζιέρια, μείναμε ορφανοί και ήθελαν να μας βάλουν στην παιδόπολη, εμείς το σκάσαμε για να είμαστε
όλοι μαζί και να μην μας χωρίσουν»
Τους αποχαιρέτησα και τους υποσχέθηκα ότι σύντομα θα ξαναβρεθούμε στη Θεσσαλονίκη. Τους παρακολουθούσα όσο τα μάτια
μου μπορούσαν να τους διακρίνουν πριν γίνουν σκιές και χαθούν στο βάθος του
ορίζοντα.
Γύρισα στην θέση μου και χάθηκα σε σκέψεις, φόβους και αγωνία πως θα τα βγάλω
πέρα σε μια πόλη που δεν γνώριζα κανέναν, με τρόμαζε η μεγάλη πόλη, άγνωστος μέσα
σε αγνώστους, δίχως χρήματα, τα λίγα που είχα τα μοιράστηκα με τα παιδιά για να
μπορέσουν να πάρουν το λεωφορείο για τον Λαγκαδά.
Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα στο Λιανοκλάδι, σε λίγες ώρες έφτανα στην πρωτεύουσα, εκεί θα άρχιζε ο δικός
μου αγώνας για επιβίωση που θα κρατούσε αρκετά χρόνια.
Η κυρία που σε έφερε το γράμμα μου είναι η Αθανασία το μικρό κορίτσι που
σου περιέγραφα πριν Μαξ, από εκείνη τη μέρα
και οι τέσσερις της παρέας είμαστε αδελφικοί φίλοι, η Θειά μου τα σπούδασε και
τα προστάτεψε σαν δεύτερη Μάνα.
Όταν βολεύτηκα στην Αθήνα πέρασαν χρόνια βέβαια πολλά, τους πήρα μαζί μου, όλους μέχρι και την θειά μου. Πέθανε πρόσφατα πλήρης
ήμερων και τη θάψαμε στο χωριό της τον Λαγκάδα
όπως ήταν και η τελευταία της επιθυμία.
26 Νοεμβρίου 1996
Οθέλλος Ηστ»
Πήγα στο παράθυρο του γραφείου μου, τράβηξα τις κουρτίνες, το παράθυρο μου
γυμνό είχε θέα το Λιμάνι, έμεινα να κοιτώ τη θάλασσα και τα καράβια που πιάνανε
λιμάνι για να ξεφορτώσουν από τα πέρατα του κόσμου. Ένας κόσμος με πολέμους, πείνα, δυστυχία αλλά και με αρχοντιά, μεγαλοσύνη, καρδιά και φιλότιμο. Ένας κόσμος που οι άνθρωποι άλλοτε τον κατασπαράζουν με τη βρώμα τους
και άλλοτε τον θεριεύουν με την αγάπη τους.
Το κείμενο μου ήταν ήδη στο τυπογραφείο, ένοιωθα πολύ κουρασμένος και ταλαιπωρημένος ψυχικά και σωματικά, μου έβγαινε τώρα πια όλη η πίεση για την παρουσίαση της νέας ιστορίας του Οθέλλου. Έκλεισα τον υπολογιστή έσβησα τα φώτα από το γραφείο, και κίνησα για το σπίτι, τα κορίτσια ήδη είχαν φύγει και εγώ ήθελα να περπατήσω, να αδειάσω από σκέψεις, ένα τσιγάρο δρόμος ήταν η Τούμπα από την Αγία Σοφίας και οι βιτρίνες όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα γινόταν όλο και πιο λαμπερές. «'Ας μας βοηθήσει ο θεός»
μονολόγησα και πήρα την Τσιμισκή.