Όμως δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα τής ζωής του. Σχεδόν ποτέ
δεν έρχονται για τις ταραγμένες ψυχές. «Αν στραβώσει, παιδί μου, κάτι από την
αρχή, μετά δεν ισιώνεται», γνωμοδοτούσε η ανυπέρβλητη και ακατάβλητη γιαγιά
του, μαία στο επάγγελμα (και φαρμακοτρίφτης και πρακτική βοτανοθεραπεύτρια και
φαρμακολύτρια αγύρτισσα γενικώς).
Παντρεύτηκε μία πανέμορφη – σαν νεράιδα συμμαθήτριά του –
μετά εκείνη όμως – ως φοιτήτρια Ιατρικής, παρακαλώ – άρχισε να παίζει σε
τσόντες για Σαουδάραβες, μετά τον ενέπλεξε κι εκείνον στα εύκολα λεφτά. Όμως
δεν τελείωσε εκεί η ξεγυρισμένη ελευθεριότητά τους. «Παιδιά χωρισμένων γονιών»,
σου λένε μετά. Μα εκείνη τούς είχε τους γονείς της, και τους δυό, αγαπημένους
στα μάτια του κόσμου, αλλά χωρισμένους από λουτρού και κλίνης προ πολλού. Η
κακομοίρα η μάνα της έκλαιγε κάθε φορά που σιδέρωνε τα κολλάρα των υποκαμίσων
τού αδιάφορου ταμία τραπέζης που είχε πάρει για άντρα της («να κλείσουνε τη
σειρά τους, συμπεθέρα», είχε πει η πεθερά στην συχωρεμένη την μανούλα της).
Όμως το μεθύσι τής ηδονής, η κραιπάλη τής εξουσίας που κάθε
υπερτονισμένη επιθυμία τρέφει, δεν περιορίστηκε σε μερικές ξεχειλωμένες
ομαδικές συνευρέσεις μέχρι πρωίας, όπου δεν ξέρεις ποιο είναι το δικό σου
εσώρουχο και το ρεύμα του καιρού σέρνει γόπες με κραγιόν παρενδυτικών νεαρών
που αναζητούν τον μπαμπά τους.
Ναι, καλά το καταλάβατε: ερωτεύτηκε ο νεαρός μας αντί-ήρωας
έναν παντρεμένο στην ηλικία τού χωρισμένου πατέρα του και τον ακολούθησε μετά
μανίας παντού, όπου τον πήγαινε η νταλίκα εκείνου τέλος πάντων.
Κινδύνεψε να τον χωρίσει τον άνθρωπο. Στο τέλος
συμβιβάστηκαν να βλέπονται μόνο κάθε Κυριακή, στο γήπεδο. Κι όταν δεν έχει
αγώνα στην παραλία. Στην Καστέλλα. Σε μια καβάτζα, που κάποτε ήταν καταγώγιο,
όπου υμνωδούσαν η Μαίρη Λίντα με τον Μανώλη Χιώτη.
Α, ξέχασα να σας πω: «Σιαμέζα» αποκαλούσε τον ηλικιωμένον
εραστή του, τις πλέον δύσκολες και άβολες στιγμές, καταλαβαίνετε.
Κι όπως και η πρώτη διδάξασα χαδιάρα γάτα, είχε κι αυτός
αλωπεκία.
«Μα τι του βρίσκει;», αναρωτήθηκαν οι πάντες δίπλα του,
πριν του γυρίσουν την πλάτη τους για πάντα. Συμπεριλαμβανομένης τής τολμηρής
συζύγου, που παράτησε την ιατρική, μετά παράτησε και τον συμβίο της κι
εγκλείστηκε σε ένα χαρέμι, αφού έκανε μοριοπλαστική κι απέκτησε αρχετυπικό
…φαλλό σε μέγεθος Σατύρου.
Μόνον ο Πάνας χαμογελούσε κάπου από …χαμηλά,
τρισευτυχισμένος.
«Πίσω μου σ' έχω Σατανά και μπροστά μου κρέμεσαι»,
χρησμοδοτούσε η γιαγιά, η γραία μαία.
Και μη καλύτερα!!!
Πάντως εκείνη την γάτα, την πρώτη πολύξερη
«Σιαμέζα» της ζωής του δεν την ξεχνάει με τίποτα. Και φυσικά, δεν την έχει
(μέχρι τώρα) ξεπεράσει. Μήτε και ποτέ δεν θα δυνηθεί να την ξεπεράσει.