- Γιατί θέλεις να γυρίσεις;
- Για να διδάξω, να μεταδώσω την πείρα μου.
- Πήγαινε τότε, είσαι ελεύθερος. Κι όποτε το
αποφασίσεις, εμείς είμαστε εδώ.
- Σας ευχαριστώ.
- Περίμενε λίγο. Δικαιούσαι τρία δώρα. Ακούω (με
μια φωνή και οι τρεις).
- Χμμ, ναι. Τρεις ευχές: να είμαι καλός κ'
αγαθός, να μεταλαμπαδεύω την εμπειρία και τις γνώσεις μου και να περιποιούμαι
φυτά, ζώα και ανθρώπους.
- Με αυτή τη σειρά; (Γελάνε και οι τρεις μαζί).
Οκέι. Γέγονε. Πήγαινε τώρα στο Καλό και με τη νίκη!!!
Κι επήγε. Πέρασαν χρόνοι είκοσι και μέρες δοξασμένες.
Τυραγνισμένος μέχρι το κόκκαλο. Φτωχός. Αλλά όχι πολύ. Κουρασμένος. Αλλά όχι
πολύ. Ευχαριστημένος από τη ζωή. Αλλά όχι πολύ.
Σήμερα ξαναγύρισε στην γειτονιά που έμενε τότε. Από
νοσταλγία. Στο ισόγειο είχε ένα προπατζίδικο. Μπήκε μέσα. Στην τσέπη του, στο
παντελόνι πίσω αριστερά είχε ένα μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι που του
κληροδότησε ο πατέρας του που ήταν εισπράκτορας. Αποκλειστική κληρονομιά. Με
λίγα ψιλά μέσα. Διάλεξε ένα ευρώ και έπαιξε τζόκερ. Δύο στήλες. Είχε τζακ-ποτ.
Τρία εκατομμύρια.
Πριν συμπληρώσει τις δύο στήλες έκλεισε τα μάτια και
επαναδιαπραγματεύτηκε με τους αγγέλους μια τέταρτη ευχή: «να γίνω πλούσιος».
Ξαφνικά, το 19 αναβόσβησε στο απλό τυπωμένο χαρτί. Διάλεξε για τζόκερ το δέκα
εννέα. Συμπλήρωσε και τους άλλους αριθμούς (πέντε συν πέντε) εκεί που νόμιζε,
που του φαινόταν ότι λαμπυρίζουν ορισμένα τετράγωνα κουτάκια, το έδωσε στον
υπάλληλο, πλήρωσε, πήρε το απόκομμα, το ξανάβαλε πάνω στον πάγκο και το σκάναρε
στο κινητό του με την εφαρμογή που χαρίζει δώρα (γήινα αυτή τη φορά, ψιλολόγια).
Πήγε σπίτι κι εκοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου
μισοευτυχισμένος που είναι ακόμα ζωντανός στα εξήντα του. Και σε πλήρη υγεία.
Ούτε κορωνοϊός ούτε τίποτα.
Με το που άνοιξε το μάτι (από το ένα έβλεπε μόνο) και το
κινητό για πρωί, του ήρθε μήνυμα πως είχε κερδίσει τρία εκατομμύρια ευρώ!!! Μα
το δελτίο άφαντο.
Το είχε αφήσει πάνω στον πάγκο όπου το σκάναρε. Έτρεξε στο
προπατζίδικο. Ήταν κλειστό. Απόρησε ο υπάλληλος μόλις τον είδε άγρια χαράματα
(είχε πάει δέκα η ώρα – δέκα και τέταρτο, για την ακρίβεια).
Πάνω στον πάγκο δεν υπήρχε τίποτα. Όλα τα χαρτάκια, τα
αποκόμματα είχαν πεταχτεί στα σκουπίδια αποβραδίς και το βαρέλι στην γειτονιά
(και το πράσινο και το μπλε) είχαν αδειάσει. Η σκουπιδιάρα είχε περάσει στην
ώρα της. Τουριστική περιοχή, βλέπεις.
Ο παθών μούδιασε. Δεν είπε τίποτα. Σταμάτησε το μυαλό του.
Πήγε απέναντι, ακούμπησε σε ένα δέντρο (μουριά, ήταν
μουριά) έκλεισε απελπισμένος τα μάτια και τότε ήρθαν οι άγγελοι:
- Να προσέχεις τι ζητάς. Να κερδίσεις ζήτησες.
Όχι και να εισπράξεις!
Συνέχισε ήσυχος τη μέρα του, χαμογελώντας από καιρού εις
καιρόν χωρίς κανείς να ξέρει γιατί.
Τελικά το Σύμπαν έχει χιούμορ, άσε που είναι ηλίθιο πολύ
και τα παίρνει όλα κατά γράμμα!!! Κανείς δεν μπορεί να παραβγεί σε ευστροφία
τους ταλαίπωρους πολυμήχανους, πολύπαθους και πολυπαθείς ανθρώπους.
Η ώρα ήταν 11:11, 11/11/2021. Του χρόνου την ίδια μέρα θα
είναι 11/11/2022 (όλα διπλά). Ίσως τότε, που θα είναι πάλι ανοικτή η πύλη, να
είναι τυχερός. ΊΔΩΜΕΝ!!! «Ποτέ δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς». Έτσι δεν λένε
στις κηδείες και στα μνημόσυνα; «Μακριά από εμάς!»
Τέλος και τω Θεώ δόξα!!!